Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΠΕΛΕΤΙΔΗ

 κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, οργάνωση Πάτρας

Η περίπτωση του δημάρχου Πατρέων κ. Πελετίδη, θέτει μια σειρά από επίκαιρα ερωτήματα για τους κομμουνιστές. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποια πρέπει να είναι η στάση των κομμουνιστών απέναντι στην πιθανότητα να ασκήσουν διοίκηση σε ένα μηχανισμό του αστικού κράτους και πώς πρέπει να ασκούν διοίκηση, αν η εργατική τάξη τους δώσει αυτήν τη δυνατότητα; Οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δηλ. οι Δήμοι και οι Περιφέρειες, είναι αναμφισβήτητα μηχανισμοί του αστικού κράτους. Δεν είναι διεκδικούμενες αυτόνομες νησίδες εξουσίας. Τέτοιες νησίδες δεν υπάρχουν στα πλαίσια των μηχανισμών εξουσίας που έχει θεσμοθετήσει το αστικό κράτος. Συνολικά, αυτοί οι μηχανισμοί (από την κυβέρνηση μέχρι τους δήμους, από το στρατό μέχρι τα σχολεία) έχουν σκοπό τη στήριξη της εξουσίας των καπιταλιστών και την αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Αυτό είναι αρκετά φανερό στην περίπτωση των δήμων. Οι δήμοι οργανώνουν την τοπική εξουσία στα πλαίσια του αστικού κράτους κατά εκχώρηση από το ίδιο το αστικό κράτος. Το πλαίσιο λειτουργίας τους διαπερνιέται από όλο το αστικό νομικό και διοικητικό σύστημα που έχει εξελιχθεί για να προστατέψει την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την απρόσκοπτη αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης. Δημοτικές αρχές που θα αρνούνταν αυτό το ρόλο θα καθαιρούνταν άμεσα από τους αστικούς μηχανισμούς της δικαιοσύνης και της καταστολής (ας θυμηθούμε ότι για ένα μεγάλο διάστημα της νεότερης ελληνικής ιστορίας οι δημοτικοί άρχοντες διορίζονταν από την εκάστοτε κυβέρνηση, ενώ οι μη αρεστοί καθαιρούνταν, π.χ., στη διάρκεια της χούντας αλλά και σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα). Στη μεταπολίτευση οι δήμοι ανέλαβαν και αναλαμβάνουν περισσότερες αρμοδιότητες και πλέον, μαζί με τις περιφέρειες, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Ολόκληρο το νομικό πλαίσιο λειτουργίας των Δήμων είναι έτσι φτιαγμένο, και δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς, ώστε το τοπικό/εθνικό/ξένο κεφάλαιο να ευνοείται και δεν είναι καθόλου τυχαίο που συχνά-πυκνά οι δημοτικοί άρχοντες δεν είναι άλλοι παρά τα μέλη της αστικής τάξης της πόλης που χρησιμοποιούν ανοικτά τη δημοτική εξουσία για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, ή σε άλλες περιπτώσεις, μαριονέτες των ντόπιων καπιταλιστών (βλ. τις περιπτώσεις των δημοτικών αρχών στον Πειραιά ή στο Βόλο, αλλά το ίδιο ισχύει και για λιγότερες τρανταχτές περιπτώσεις).

Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα τι στάση πρέπει να κρατήσουν οι κομμουνιστές, ως η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, απέναντι σε αυτόν τον αστικό θεσμό. Είναι φανερό για όσους είναι κομμουνιστές, για όσους δεν έχουν διαφθαρεί από τα φληναφήματα των ρεφορμιστών, ότι η κατάκτηση της εξουσίας σε έναν δήμο δεν μπορεί να δημιουργήσει μια μορφή σοσιαλιστικής νησίδας εντός του καπιταλισμού. Μήπως λοιπόν δεν θα έπρεπε να παίρνουν μέρος στις δημοτικές εκλογές οι κομμουνιστές; Το ίδιο ερώτημα φυσικά τίθεται και για τις εθνικές εκλογές και για τις ευρωεκλογές. Το ερώτημα όμως γίνεται πιο έντονο στην περίπτωση των δημοτικών εκλογών, πρώτον, γιατί στις δημοτικές εκλογές υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για να εκλεγεί ένας κομμουνιστής ως δήμαρχος και μάλιστα αυτό έχει συμβεί επανειλημμένα σ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, και δεύτερον, γιατί μια τέτοια δημοτική αρχή θα βρεθεί να δρα στα πλαίσια του υπάρχοντος καπιταλισμού. 

Τουλάχιστον, αν ένα επαναστατικό κομμουνιστικό κόμμα κέρδιζε την κυβερνητική πλειοψηφία, θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει επαναστατικά, δηλ. ως τη θεσμική έναρξη της προλεταριακής επανάστασης (κάτι για το οποίο υπάρχει θεωρητικό κεκτημένο, π.χ., η τακτική της Εργατικής Κυβέρνησης από την Τρίτη Διεθνή). Τι όμως μπορεί να κάνει ένας κομμουνιστής δήμαρχος σε μια πόλη εν μέσω καπιταλιστικής κυριαρχίας;

Το ερώτημα αυτό έγινε πιο επίκαιρο στα χρόνια της κρίσης. Η επίθεση της αστικής τάξης, η οποία κωδικοποιήθηκε με το όρο «μνημόνια», τσάκισε συνολικά την εργατική τάξη και τις κατακτήσεις της αλλά και τις ίδιες τις οργανώσεις της. Οι καπιταλιστές επέβαλαν μέσα από τα μνημόνια τη βίαια αναδιάρθρωση προς το χειρότερο των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης: επέβαλαν βίαια μείωση των μισθών, άγρια φορολόγηση στο υπολειπόμενο εισόδημα της εργατικής τάξης, κατάργηση όλων των συνθηκών που προστάτευαν την εργασία (κατάργηση συλλογικών συμβάσεων, απελευθέρωση των απολύσεων, διάλυση του κοινωνικού κράτους, κτλ). Τα κατάφεραν αυτά παρά την --μαζική, μαχητική, και συχνά ηρωική ακόμα και στα όρια της επαναστατικής ανατροπής--  αντίσταση της εργατικής τάξης. 

Παρότι η πολιτική τους αυτή, που σκοπό είχε να διασώσει τα κέρδη και την ταξική κυριαρχία των καπιταλιστών στην Ελλάδα, οδήγησε σε διάρρηξη των συμμαχιών των καπιταλιστών με την πλατιά εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα, η οποία εκφράστηκε με τις τεκτονικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, δέκα χρόνια μετά η εξουσία της αστικής τάξης δεν φαίνεται να κινδυνεύει. Αντιθέτως, είναι οι οργανώσεις της εργατικής τάξης (σωματεία και πολιτικές οργανώσεις), που βρίσκονται σε διάλυση, κρίση και εκφυλισμό, ενώ το σύστημα του δικομματισμού, με το οποίο οι καπιταλιστές κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολίτευσης, κάνει την επιστροφή του. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, τι ρόλο μπορεί να παίξει ένας κομμουνιστής δήμαρχος;

Η ίδια η κρίση και οι αλλαγές που επέφερε, αλλαγές που κυοφορούνταν έτσι και αλλιώς όλη την προηγούμενη περίοδο, έκαναν ακόμα πιο δύσκολη την εφαρμογή μιας φιλολαϊκής πολιτικής στους Δήμους. Οι Δήμοι πλέον χρηματοδοτούνται όλο και λιγότερο από το κράτος (μείωση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων) και όλο περισσότερο από τα τέλη, πρόστιμα, φόρους, εισφορές δηλαδή, την απευθείας επιβάρυνση που επιβάλλουν οι Δήμοι στους δημότες. Ταυτόχρονα, αν οι Δήμοι θέλουν να προχωρήσουν σε έργα ή να ασκήσουν κοινωνική πολιτική, η μόνη προοπτική που ανοίγεται μπροστά τους είναι η συμμετοχή στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΠΑ) και η χρήση ελαστικής και προσωρινής εργασίας (Ευρωπαϊκά Προγράμματα, Κοινωφελή ΟΑΕΔ). Με κάθε τρόπο, επίσης, προστατεύεται η ιδιωτική ιδιοκτησία, και επιπλέον απαιτείται από τους Δήμους η ιδιωτικοποίηση δομών, γης, έργων, υπηρεσιών.

Είναι στη βάση αυτού του ασφυκτικού πλαισίου αστικής εξουσίας που τίθεται το ερώτημα για τη στάση του ίδιου του Πελετίδη και του ΚΚΕ απέναντι στη δημοτική εξουσία και τη στάση των κομμουνιστών απέναντι στον Πελετίδη.

Φυσικά, το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί και για άλλους Δημάρχους που εκλέχτηκαν με ψηφοδέλτια της Αριστεράς από τις προηγούμενες εκλογές (π.χ., για Δημάρχους που υποστήριξε ο ΣΥΡΙΖΑ, πριν την μετατόπισή του στο μνημονιακό στρατόπεδο, και για τους άλλους Δημάρχους που υποστήριξε το ΚΚΕ σε άλλους Δήμους). Η Πάτρα όμως αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση και για τους εξής λόγους:
  • Είναι ο τρίτος μεγαλύτερος Δήμος μετά την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη με μόνιμο πληθυσμό 213.984 κατοίκους (απογραφή 2011).
  • Διαθέτει μεγάλο εργατικό πληθυσμό ο οποίος έχει πληγεί από την κρίση. Ο Κοινωνικός Οργανισμός Δήμου Πατρέων παρουσίασε μόλις το Δεκέμβριο του 2018 τα εξής στοιχεία:
-30.000 άνεργοι,
-300 οικογένειες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, και 10.000 με ειδοποιητήρια για διακοπή ρεύματος,
-14.000 νοικοκυριά-δικαιούχοι του ΚΕΑ,
-1.500 μαθητές στους οποίους χορηγείται δεκατιανό από το Κοινωνικό Παντοπωλείο,
-410 βεβαιώσεις αστεγίας σε 730 υποβληθείσες αιτήσεις

Πρόκειται για μια εργατούπολη με ισχυρές βιομηχανίες (ΝΟΥΝΟΥ, ΛΟΥΞ, κ.ά.) αλλά και διευρυμένα μικροαστικά στρώματα που εκμεταλλεύονται εντατικά την εργατική τάξη της πόλης, βυθισμένη μέσα στην κρίση, με μεγάλα αποθέματα μεταναστών και προσφύγων που δεν έχουν ενσωματωθεί στην κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Ταυτόχρονα, είναι μια πόλη με μεγάλη παράδοση στους εργατικούς αγώνες και στους αγώνες της νεολαίας. Το ερώτημα λοιπόν είναι ιδιαίτερα επίκαιρο στην περίπτωση της Πάτρας.
***
Θα άξιζε σε μια μεγαλύτερη ανάπτυξη του παρόντος άρθρου να δούμε διεξοδικά πώς αντιμετωπίζουν οι διάφορες αριστερές δυνάμεις τη συμμετοχή τους στις δημοτικές εκλογές. 

Θα είμαστε όμως πολύ σύντομοι:

ΛΑΕ: Η ΛΑΕ είναι η μόνη από τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που επιδιώκει, χωρίς να το λέει πάντοτε ρητά, να εφαρμόσει το πρόγραμμα που καταθέτει, δηλ., το αντιμετωπίζει ως πρόγραμμα εξουσίας. Το πρόγραμμα αυτό έχει πολλά κοινά σημεία με τα προγράμματα όλων των αριστερών δυνάμεων εργατικής αναφοράς [ακύρωση των μνημονικών νόμων και πολιτικών, διαγραφή του χρέους, αποκατάσταση των εργατικών κατακτήσεων (άνοδος εργατικών μισθών, ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις, κτλ) αναγνώριση της αναγκαιότητας ρήξης με την ΕΕ, και όχι μόνο με το ευρώ, όπως ήταν η κύρια γραμμή της παλιότερα, εθνικοποίηση τραπεζών, κτλ]. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο το πρόγραμμα που πρεσβεύει, ούτε το αν μπορεί η εργατική τάξη και η υπόλοιπη αριστερά να εμπιστευτεί την ηγεσία της ΛΑΕ –προφανώς, υπάρχουν λόγοι που κάνουν πολλούς αριστερούς και εργάτες να είναι καχύποπτοι απέναντι στην ηγεσία της ΛΑΕ, αλλά ας μην ανοίξουμε αυτό το ζήτημα. Το βασικό πρόβλημα είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η ηγεσία της αυτό το πρόγραμμα. Η ηγεσία της το χαρακτηρίζει «ρεαλιστικό και βιώσιμο (βλ. «Απόφαση Πολιτικού Συμβούλιου της ΛΑΕ στις 2 Δεκέμβρη 2018»), απέναντι στο μονόδρομο της μνημονιακής πολιτικής, και βέβαια έτσι είναι, με την εξής ειδοποιό διαφορά: είναι πραγματικά ρεαλιστικό και βιώσιμο μόνο αν εφαρμοστεί ως αποτέλεσμα μιας επαναστατικής διαδικασίας ανατροπής του καπιταλισμού. Είναι ρεαλιστικό και βιώσιμο μόνο γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί από την εργατική εξουσία. Και εκεί έγκειται το πρόβλημα αντίληψης αυτού του  προγράμματος από την ηγεσία της ΛΑΕ: η ηγεσία της ΛΑΕ αντιμετωπίζει αυτό το πρόγραμμα ως μια πιο φιλολαϊκή εναλλακτική στο μνημονιακό, και από αυτήν τη σκοπιά ως πρόγραμμα εξουσίας, όχι όμως ως πρόγραμμα που απαιτεί τελικά την βίαια ανατροπή της τωρινής αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση μιας άλλης, της εργατικής, επαναστατικής εξουσίας. Ως πρόγραμμα εξουσίας που δεν απαιτεί την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού το πρόγραμμα αυτό βέβαια δεν είναι βιώσιμο. Η εμπειρία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ., του αλήστου μνήμης προγράμματος της Θεσσαλονίκης) δείχνει ότι ένα γενικά φιλολαϊκό πρόγραμμα δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε συνθήκες κρίσης του καπιταλισμού χωρίς την ανατροπή του καπιταλισμού. Αντιθέτως, οι δυνάμεις που το υποστηρίζουν, από τη στιγμή που δεν έχουν τη διάθεση να το εφαρμόσουν επαναστατικά θα οδηγηθούν σε συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Με βάση αυτήν την αντίληψη η ΛΑΕ έχει λόγο να επιθυμεί συνεργασία με το ΚΚΕ στη βάση αυτού του προγράμματος, συνεργασία που την αρνείται φυσικά το ΚΚΕ. Έτσι, η λογική στάση απέναντι στον Πελετίδη είναι να διατηρήσει τον αυτόνομο ρόλο της και να τον στηρίξει στο 2ο γύρο (αν χρειαστεί) και στο δημοτικό συμβούλιο, αν εκλέξει δημοτικούς συμβούλους.

ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, και συγκεκριμένα για το κυρίαρχο κομμάτι του ΝΑΡ μέσα σ’ αυτήν (για το οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι συναγωνίζεται το ΚΚΕ σε σεχταρισμό), η συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές δεν γίνεται για να κερδηθεί ο Δήμος αλλά για να ενισχυθεί η «αριστερή, αντιδιαχειριστική, αντικαπιταλιστική πτέρυγα» (βλ. «Σημείωμα της Επιτροπής για θέματα πόλης-χώρου-περιβάλλοντος του ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση, 30.1.2019»). Ο στόχος της καθόδου στις εκλογές είναι η καταγραφή και η συσπείρωση των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων και μια προσπάθεια ανόδου της απήχησής τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο αξιολογούν συνολικά αρνητικά όποιες αριστερές διοικήσεις υπάρχουν σε δήμους («φορείς υπάκουης αστικής διαχείρισης των δήμων και όχι φορείς άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής», χαρακτηρίζονται). Εύλογα τίθεται το ερώτημα: τι θα έκανε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ αν ήταν στη διοίκηση ενός δήμου; Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα γιατί για το ΝΑΡ, και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως φαίνεται, το πρόγραμμά της, που σημειωτέον δεν διαφέρει επί της ουσίας από το πρόγραμμα που έχει καταθέσει το ΚΚΕ ή η ΛΑΕ, δεν «είναι πρόγραμμα κυβερνητικής διαχείρισης στα πλαίσια του συστήματος», το «σύνολό του μπορεί να κατακτηθεί μόνο μετά την επανάσταση, που προϋποθέτει την εξουσία της εργατικής τάξης και στα όργανα συλλογικής λαϊκής οργάνωσης, πάλης και επιβολής της λαϊκής θέλησης».
Μάλιστα. Επομένως, μια επαναστατική δύναμη δεν μπορεί να διεκδικήσει να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα από θέση ‘κυβερνητικής’ εξουσίας γιατί τότε θα έκανε διαχείριση. Κυβέρνηση = διαχείριση, κατάληψη της δημοτικής αρχής με εκλογές = διαχείριση. Οι σύντροφοι αντικαπιταλιστές δεν κατανοούν ότι όταν γράφουν τέτοια πράγματα, εκτός από αντιμαρξιστικό πνεύμα, επιδεικνύουν μια αυτοκαταστροφική ικανότητα καθώς υπονομεύουν τη δική τους θέση: καλούν την εργατική τάξη να μην τους ψηφίσει για να πάρουν την κυβέρνηση ή τον δήμο. Καλούν την εργατική τάξη απλώς να τους ενισχύσει ως αντιπολίτευση, γιατί σε τελική ανάλυση δεν θα αλλάξει τίποτα αν κατακτήσουν οι ίδιοι την κυβέρνηση ή το δήμο. Αυτό βέβαια υπονομεύει ακόμα και αυτή καθαυτή την κάθοδό τους στις εκλογές. Αν στα σοβαρά πιστεύουν ότι το πρόγραμμά τους απαιτεί «επανάσταση» και ότι «επανάσταση» μπορεί να γίνει μόνο με «όργανα λαϊκής εξουσίας» (σοβιέτ;) θα έπρεπε αντί να σπαταλούν δυνάμεις και πόρους για να κατέλθουν στις εκλογές, να οργανώσουν σοβαρά την εργατική εξουσία σε επίπεδα εργατικών οργάνων εξουσίας, όπως εργοστασιακά συμβούλια και λαϊκές επιτροπές. Εργοστασιακές επιτροπές και λαϊκά συμβούλια απαιτούν οι εκπρόσωποί τους να είναι αιρετοί και ανακλητοί, να λογοδοτούν στις συνελεύσεις και οι συνελεύσεις να έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν τις συλλογικές αποφάσεις, δηλ., να ασκούν πραγματική εξουσία, π.χ., ανατρέποντας στην πράξη τις μνημονιακές πολιτικές –επιβάλλοντας αυξήσεις, συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαγραφή χρεών κτλ. Όμως, η «αντικαπιταλιστική, αντιδιαχειριστική» αριστερά δεν έχει κανένα σχέδιο για το πώς μπορούν να γίνουν αυτά τα πράγματα, ούτε εργάζεται συνειδητά για την εφαρμογή τέτοιων πολιτικών. Το πολύ-πολύ να ακολουθάει τα αυθόρμητα ξεσπάσματα του κινήματος και να πρωτοστατεί στη συγκρότηση τέτοιων επιτροπών εκεί όπου υπάρχει κίνημα. Οι επιτροπές αυτές φυσικά φθίνουν, χωρίς να λογοδοτεί κανένας, μόλις το κίνημα μπει σε άμπωτη.
Για συνοψίζουμε: για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το πρόγραμμά της δεν είναι πρόγραμμα εξουσίας από μια δημοτική αρχή αλλά το πολύ-πολύ πρόγραμμα ζύμωσης, ώστε κάποτε η εργατική τάξη αντί να ψηφίζει στις εκλογές να πεισθεί να δημιουργήσει τα δικά της όργανα εξουσίας. Με βάση αυτήν την αντίληψη, ο Πελετίδης είναι ένας διαχειριστής που ενσωματώνει την εργατική τάξη και η εργατική τάξη δεν έχει κανένα λόγο να τον στηρίξει.

ΚΚΕ: Στο «Κάλεσμα του ΚΚΕ για τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές 2019», η ηγεσία του ΚΚΕ ξεκαθαρίζει πώς βλέπει το ρόλο των αυτοδιοικητικών του δυνάμεων απέναντι στη δημοτική εξουσία:
«Μόνον οι δυνάμεις της ‘Λαϊκής Συσπείρωσης’ είτε στη διοίκηση του δήμου είτε όχι λειτούργησαν ως πραγματική λαϊκή αντιπολίτευση».
Το ΚΚΕ δεν διεκδικεί τη δημοτική εξουσία για να διοικήσει αλλά για να αντιπολιτευθεί:
«Μπορούμε να βάλουμε εμπόδια, να καθυστερήσουμε αντιλαϊκά μέτρα, να διεκδικήσουμε μέτρα ανακούφισης για τη λαϊκή οικογένεια, να ανοίξουμε το δρόμο για να επιβάλουμε ριζικές αλλαγές, για να ζήσουμε καλύτερα εμείς και τα παιδιά μας».
Αν μόνον αυτό επιδιώκουν οι κομμουνιστές, σε τι διαφέρουν από συνεπείς και έντιμους αγωνιστές ρεφορμιστές: γιατί διαφέρει μία τέτοια πολιτική πρόταση από την πρόταση της ΛΑΕ, για παράδειγμα; Και πώς ακριβώς θα «διεκδικηθούν μέτρα ανακούφισης για τη λαϊκή οικογένεια», όταν ταυτόχρονα στο ίδιο κάλεσμα η ηγεσία του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι «Καμία φιλολαϊκή περιφερειακή ή τοπική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει όσο η γενική πολιτική της χώρας έχει ως προτεραιότητα τα συμφέροντα και την κερδοφορία του κεφαλαίου.»;
Αυτές είναι πραγματικές αντιφάσεις της πολιτικής του ΚΚΕ, ακριβώς γιατί αυτή η πολιτική είναι στην ουσία της ρεφορμιστική, παλεύει δηλαδή για τη βελτίωση της θέσης της εργατικής τάξης ως μισθωτού σκλάβου, όχι όμως για την κατάργηση της μισθωτής σκλαβιάς. Αν έστω, όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ εννοούσε και αυτά ακόμα που λέει περί λαϊκής αντιπολίτευσης, το λογικό συμπέρασμα θα ήταν να απευθύνει ευρύ κάλεσμα και στην εργατική τάξη αλλά και σ’ όλες τις αριστερές δυνάμεις με εργατική αναφορά για τη συγκρότηση ενός όσο γίνεται πιο πλατιού εργατικού μετώπου πάλης και διεκδίκησης. Στο κάτω-κάτω ποια αριστερή δύναμη είναι ενάντια στην αύξηση μισθών, στη μόνιμη και αξιοπρεπή απασχόληση, στην ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων κτλ; Αντί για αυτό, είναι διαβόητη η άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συνεργαστεί με οποιαδήποτε δύναμη βρίσκεται στα αριστερά του. Αντίθετα, δεν βρίσκει καθόλου περίεργο να συνεργάζεται με φορείς της αστικής ιδεολογίας, μεμονωμένους βέβαια για την ώρα, ως συνεργαζόμενες προσωπικότητες. Και φυσικά όταν η ηγεσία του ΚΚΕ στην μεταπολίτευση αποφάσισε να συνεργαστεί πολιτικά, το έκανε το 1989 με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα σε κυβερνητικό επίπεδο. Επομένως, για το ΚΚΕ ο Πελετίδης είναι απλώς ένα έντιμος και αγωνιστής δήμαρχος που αντιστέκεται στην επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη ασκώντας αντιπολίτευση στην κυρίαρχη πολιτική.
***

Το κοινό των τοποθετήσεων όλων αυτών των δυνάμεων είναι ότι η διεκδίκηση της εξουσίας στους Δήμους δεν γίνεται στα πλαίσια της διεκδίκησης της ταξικής εξουσίας, στα πλαίσια του κινήματος της εργατικής τάξης για την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά στα πλαίσια βελτίωσης της θέσης της εντός του καπιταλισμού. Το αν αυτό λέγεται ανοικτά (ΛΑΕ), εφαρμόζεται πρακτικά (ΚΚΕ) ή συγκαλύπτεται μέσω ανέξοδου κινηματισμού (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι δευτερεύον.

Γιατί όμως πρέπει τελικά να συμμετέχουν οι κομμουνιστές στις δημοτικές εκλογές; Η μόνη γραμμή που αρμόζει σε κομμουνιστές είναι η γραμμή της απόσπασης αυτής της δημοτικής εξουσίας από τον ιστό της αστικής εξουσίας: επομένως, με πρόγραμμα που ανοικτά θα δηλώνει την άρνηση της υπακοής στο αστικό σύστημα, με πρόγραμμα που θα είναι παράνομο με βάση τις ανάγκες του καπιταλισμού.

Η Αριστερά θα έπρεπε να πάρει μέρος στις εκλογές όσο γίνεται πιο ενωμένη με σκοπό να αποσπάσει Δήμους και Περιφέρειες από τις αστικές και μνημονιακές δυνάμεις και να εφαρμόσει τη δική της πολιτική ενάντια ακριβώς σε όλα αυτά τα δεσμά που χαλκεύονται για τους εργαζόμενους.

Τέτοιο ακριβώς πρόγραμμα έχουν όλες οι δυνάμεις της αριστεράς. Περιλαμβάνει ως βασικά του σημεία τα εξής:
  • την κατάργηση των μνημονιακών πολιτικών, των δανειακών συμβάσεων και των αντεργατικών νόμων,
  • τη μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία),
  • την εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και την λειτουργία τους κάτω από εργατικό έλεγχο,
  • την έξοδο από την ΟΝΕ-ΕΕ και ΝΑΤΟ,
  • το χωρισμό κράτους-εκκλησίας, τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας,
  • την ικανοποίηση των διεκδικήσεων του εργατικού-λαϊκού κινήματος
Θεωρούμε ότι είναι το μοναδικό πρόγραμμα που μπορεί να εφαρμοστεί και να καταργήσει την παγιωμένη και νομοθετημένη μνημονιακή πολιτική προς όφελος της εργατικής τάξης, των φτωχών αγροτών, του εργαζόμενου λαού. Θεωρούμε ότι το πρόγραμμα αυτό μπορεί να ικανοποιήσει και τις ανάγκες και διεκδικήσεις μιας αγωνιστικής φιλολαϊκής Δημοτικής Αρχής. 

Η εξειδίκευση αυτού του προγράμματος στο χώρο της αυτοδιοίκησης σημαίνει:
  • Να σταθούν οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές στο πλευρό των εργατών, των ανέργων, των συνταξιούχων, των φτωχών αγροτών και των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων, όλων όσων σήμερα αδυνατούν να πληρώσουν το ηλεκτρικό ρεύμα, το νερό και τα τέλη, την εφορία.
  • Να απαλλάξουν όλους αυτούς από τέλη και φόρους, παρέχοντάς τους με συμβολική τιμή τα απαραίτητα αγαθά επιβίωσης.
  • Τον αναπροσανατολισμό των φόρων και των τελών με σκοπό την ελάφρυνση των εργαζόμενων: την αύξηση της επιβάρυνσης των καπιταλιστών, των τραπεζών, των επιχειρηματιών πάσης φύσης που λυμαίνονται τις πόλεις μας.
  • Να μην επιτραπεί η διακοπή ρεύματος σε φτωχά λαϊκά νοικοκυριά αλλά να εξασφαλιστεί η ρευματοδότηση καθώς και η θέρμανση τους. Να μην επιτραπεί καμιά κατάσχεση σπιτιού εργαζόμενου.
  • Να καταργηθούν, με ευθύνη του κράτους και του Δήμου, τα τροφεία και ο Δήμος να μπει μπροστάρης για να καθιερωθούν συσσίτια σε ολόκληρο το εύρος της δημόσιας εκπαίδευσης, συσσίτια για τους άνεργους, καθώς και στα ΚΑΠΗ.
  • Να διεκδικηθεί κάθε σπιθαμή δημόσιου χώρου για να αποδοθεί στους πολίτες ελεύθερος από τα δεσμά και την κοστολόγηση του κεφαλαίου. Να καταργηθεί το ΤΑΙΠΕΔ.
  • Να καταργηθούν τα ληστρικά διόδια και να εθνικοποιηθούν οι μεγάλοι δρόμοι.
  • Να αναλάβει ο Δήμος και η Περιφέρεια τις κοινωνικές υπηρεσίες αντί να τις εκχωρεί στις ΜΚΟ και τις στηρίζει στην παροχή κονδυλίων από τα προγράμματα ΕΣΠΑ.
  • Να αγωνίζεται η δημοτική και περιφερειακή αρχή για την απόδοση των πόρων που αναλογούν στους Δήμους και τις Περιφέρειες και τη χρησιμοποίηση αυτών των πόρων για την ανάπτυξη των υποδομών και τη χρηματοδότηση έργων που θα μειώσουν την ανεργία με αυτεπιστασία, σε συνδυασμό με την άρνηση των προγραμμάτων και κονδυλίων της ΕΕ.
  • Να προστατευθούν οι μετανάστες δημότες, και οι νόμιμοι και οι χωρίς χαρτιά, του κάθε Δήμου και της κάθε Περιφέρειας και να απομονωθούν οι ρατσιστές που τους επιτίθενται.
  • Να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική σε σχέση με τα ενοίκια τα οποία εκτινάσσονται στα ύψη, τη λεηλασία των δημόσιων αγαθών όπως το νερό, η ενέργεια κ.ά.
Οι εκλεγμένοι Δήμαρχοι που έχουν εκλεγεί με ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα θα πρέπει να είναι μπροστάρηδες στον αγώνα του λαού για ψωμί, δουλειά, υγεία, πρόνοια, παιδεία, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, αλλά και για την υλοποίηση της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης.

Θα πρέπει να είναι έτοιμοι να δώσουν το παράδειγμα της αγωνιστικής στάσης, να συγκρουστούν με το κεντρικό και το «τοπικό» κράτος για να προστατέψουν το λαό, και μαζί με το λαό να ανατρέψουν την επίθεση που έχει εξαπολυθεί εναντίον του.
Θα πρέπει να είναι έτοιμοι να πληρώσουν το τίμημα αυτής της στάσης και ταυτόχρονα να είναι ικανοί να συνεγείρουν το λαό σε συμπαράσταση και αντίσταση, αλλά και σε αγώνα για την ανατροπή κάθε μνημονιακής-αντιλαϊκής κυβέρνησης.

Μια τέτοια Δημοτική ή Περιφερειακή αρχή θα είναι νόμιμη με βάση τις ανάγκες των εργαζόμενων και παράνομη με βάση τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος και του αστικού κράτους.

Γι’ αυτό και θα πρέπει από τώρα να οργανώνει και να πρωτοστατεί στην αντίσταση του λαού από τα κάτω. Να φέρνει σε επαφή τους εργαζόμενους του Δήμου και της Περιφέρειας, τα σωματεία και τις συλλογικότητες, να οργανώνει μαζί τους το απαραίτητο ενιαίο μέτωπο για την αποτελεσματική αντίσταση και αντεπίθεση των εργαζομένων.

Μια τέτοια λογική δεν διαπερνάει την παράταξη του Πελετίδη και για αυτό τον περιορίζει και τον ίδιο.

Τι νόημα έχει να διεκδικείς τη μονομερή διαγραφή του χρέος, όταν ως διοίκηση ενός μεγάλου δήμου είσαι υπερήφανος που αποπληρώνεις το χρέος που δημιούργησαν οι προηγούμενες αστικές πολιτικές δυνάμεις; Τι νόημα έχει να καταγγέλλεις την ανεργία και την επισφάλεια, όταν οι υπηρεσίες σου λειτουργούν χάρη στους συμβασιούχους που ανακυκλώνουν την ανεργία; Τι νόημα έχει να παλεύεις για την έξοδο από την ΕΕ όταν ο δήμος που διοικείς στηρίζεται στα κονδύλια της; Δεν εννοούμε βέβαια ότι θα πρέπει να απολυθούν οι συμβασιούχοι ή να μην προσλαμβάνονται καν, ούτε ότι ο δήμος δεν θα πρέπει να διεκδικεί τα προγράμματα ΕΣΠΑ. Εννοούμε όμως ότι απαιτείται επαναστατική πολιτική δουλειά για τη δημιουργία κινήματος που θα απαιτεί τη μόνιμη δουλειά για όλους, όχι μόνο με συμβολικές ενέργειες όπως η πορεία στην Αθήνα για την ανεργία, η οποία χάνει την αξία της και εκφυλίζεται όταν καταλήγει σε προτάσεις στην Βουλή για την καταπολέμηση της ανεργίας, αλλά με τη συνένωση όλων των τμημάτων της εργατικής τάξης, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εργαζομένων και ανέργων, μόνιμων και συμβασιούχων, ντόπιων και αλλοδαπών ενάντια στον καπιταλισμό. Το να διοικεί ένας κομμουνιστής ένα δήμο έχει νευραλγική σημασία για να βοηθηθεί ακριβώς η δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου. Ή, για να πάρουμε τα χρέη του Δήμου, κατανοούμε ότι ένας κομμουνιστής Δήμαρχος δεν μπορεί να μην αποπληρώσει τα χρέη του Δήμου αφού αυτά παρακρατούνται αυτόματα από τις επιχορηγήσεις του κράτους. Μπορεί όμως να καταγγείλει τις δανειακές συμβάσεις και να ανοίξει μέτωπο για τη διαγραφή του χρέους ως βασική προϋπόθεση για την εξοικονόμηση πόρων για την άσκηση φιλολαϊκής πολιτικής. Αν θέλουμε να μιλάμε για διαγραφή του χρέους ως επαναστάτες, θα πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μέτρο που μόνο με επαναστατική εξουσία μπορεί να επιβληθεί στους καπιταλιστές, Έλληνες και ξένους, και επομένως, με κάθε τρόπο θα πρέπει να προετοιμάζουμε την εργατική τάξη για αυτήν τη σύγκρουση. Και αυτή η προετοιμασία περνάει φυσικά και μέσα από την πολιτική που ασκούμε στην τοπική αυτοδιοίκηση, ειδικά όταν έχουμε εξουσία σε αυτήν.

Παρόλα αυτά οδηγούμαστε στην απόφαση της υπερψήφισής του από τον πρώτο κιόλας γύρο.

Σε μια τέτοια απόφαση οδηγούμαστε λόγω της απουσίας μαζικού Δημοτικού σχήματος ή παράταξης, στην Πάτρα, που να υπερασπίζεται με συνέπεια μια πολιτική και μια προοπτική σαν αυτή που περιγράψαμε παραπάνω. Αν υπήρχε τέτοια παράταξη, η στάση μας θα ήταν διαφορετική.

Παίρνοντας υπόψη το νέο εκλογικό σύστημα αλλά και την αδιέξοδη, ρεφορμιστική- μπερνσταϊκή και ταυτόχρονα σεχταριστική πολιτική του ΚΚΕ, η οποία επηρεάζει την πολιτική και την πρακτική της παράταξης και τον συνδυασμό του Πελετίδη και τον ίδιο, μια πολιτική η οποία κινείται στα όρια της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων και παράλληλα αρνείται κάθε συνεργασία με άλλες αγωνιστικές δυνάμεις, σχήματα και παρατάξεις, που έχουν αναφορά στο εργατικό-λαϊκό κίνημα και αντίστοιχο πρόγραμμα, πρέπει να πράξουμε ανάλογα.

Αν υπήρχε τέτοιο σχήμα, και από τη στιγμή που έχουμε την εκτίμηση ότι ο Πελετίδης θα περάσει στο δεύτερο γύρο, θα παίρναμε μέρος στις εκλογές διεκδικώντας έδρες και διαφυλάσσοντας την αυτοτέλεια μας, όχι ανταγωνιστικά αλλά παράλληλα με τον συνδυασμό του Πελετίδη, αναδεικνύοντας μια πραγματική εργατική πολιτική. Τέτοια δυνατότητα σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει. Οπότε, κρίνουμε τις υπάρχουσες δυνάμεις και παρατάξεις και πάνω σε αυτή τη βάση παίρνουμε τις όποιες αποφάσεις μας.

Ο Δήμαρχος Πάτρας έδωσε μάχες για την υπεράσπιση δημοτικών χώρων, τη ρευματοδότηση σπιτιών που η ΔΕΗ τους έκοψε το ρεύμα, την κατασκευή έργων με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες, μείωσε τα Δημοτικά τέλη σε οικονομικά ασθενείς κατηγορίες πολιτών, διέγραψε οφειλές για να μην γίνουν κατασχέσεις, έκλεισε την πόρτα στη ΧΑ, κ.ά. Ξεχώρισε από τους άλλους Δημάρχους που υποστηρίχτηκαν από το ΚΚΕ και φυσικά άσκησε πολιτική διαφορετική, σε σχέση με τους κυβερνητικούς και τους άλλους μνημονιακούς Δημάρχους η πλειοψηφία των οποίων στήριξαν ενεργά το ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015. Από την άποψη αυτή ο Πελετίδης είναι κάτι ξεχωριστό και ως τέτοιο πρέπει να κριθεί. Από την σκοπιά, όμως μιας επαναστατικής πολιτικής στη δημοτική διοίκηση, η δημοτική αρχή του Πελετίδη στην Πάτρα είναι ασυνεπής και ελλιπής, οδηγεί τον ίδιο και τον πολιτικό του φορέα σε διαχείριση και σε αδιέξοδα που θα εντείνονται με το πέρασμα του χρόνου.

Δεν έχουμε καμία αναστολή σχετικά με την αναγκαιότητα υπερψήφισης του από τον πρώτο γύρο. Ασκώντας την κριτική μας και παράλληλα προτιμώντας τον από τα υπόλοιπα σχήματα και τις δυνάμεις που διεκδικούν το Δήμο Πάτρας, αναγνωρίζοντάς  όλα τα θετικά του αλλά και τα αρνητικά του.

Για αυτούς τους λόγους και ασκώντας του δημόσια την κριτική μας, ψηφίζουμε Πελετίδη για το Δήμο Πάτρας από τον πρώτο γύρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου