Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Ολομέλεια ΕΠΠΔ, Κυριακή 14/1

Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου

Κυριακή 14/1/2018 ολομέλεια και ανοιχτό κάλεσμα σε συζήτηση
Στις 11 πμ στα γραφεία της Ταξικής Κίνησης (Σολωμού 13), Αθήνα


Eισαγωγή

Ζούμε σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων. Ο κόσμος μας βρίσκεται σε αναβρασμό. Ο καπιταλισμός αδυνατεί να ξεπεράσει τη βαθιά δομική κρίση του με αποτέλεσμα την όξυνση της επίθεσης απέναντι στον κόσμο της εργασίας, αλλά και τον παροξυσμό των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Σχεδόν σε κάθε γωνιά του πλανήτη υπάρχει εστία πολέμου. Στη Μέση Ανατολή εκτυλίσσεται ένας ιδιόμορφος παγκόσμιος πόλεμος, ενώ στην κορεατική χερσόνησο η απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος είναι πιο κοντά από ποτέ. 


Η χώρα μας εμπλέκεται όλο και πιο βαθιά στη δίνη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ, πλήρως υποταγμένη στους σχεδιασμούς του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ συγκροτεί άξονα με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία, γεγονός που καθιστά δεδομένη την εμπλοκή της στον νέο γύρο πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή, ενώ εντείνονται οι ανταγωνισμοί της ελληνικής αστικής τάξης με τις αστικές τάξεις γειτονικών χωρών και κυρίως την Τουρκία.

Η εσωτερική κατάσταση

Μπήκαμε αισίως (;) στο 2018, την 9η χρονιά του Μνημονίου και την 4η συνεχόμενη χρονιά που ψηφίζει και εφαρμόζει μνημόνια μια κυβέρνηση στο όνομα της Αριστεράς. Σε μια συγκυρία όπου παντού ηχούν τύμπανα πολέμου, τα μέτρα της γ΄ αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου αναμένεται να ψηφιστούν τη Δευτέρα –μεταξύ αυτών και η περιστολή του δικαιώματος στην απεργία. Οι αντιδράσεις δεν αναμένονται αντίστοιχες της σοβαρότητας του θέματος, όχι γιατί δεν υπάρχει η οργή, η φτώχεια και η δυστυχία που υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά γιατί οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν παράγονται αυτόματα από την κοινωνική δυστοπία. Χρειάζεται και η πίστη στην δυνατότητα των αγώνων να νικήσουν και να αλλάξουν την πραγματικότητα προς το καλύτερο για τους αγωνιζόμενους. Χρειάζεται και η πολιτική πρόταση και οι πολιτικοί φορείς της που θα εμπνέουν τους αγωνιζόμενους.

Από το 2015 και μετά, μετά και την «εμπειρία» ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί πίστευαν –ή φέρονταν σαν να πιστεύουν- ότι ο «λαός» ή οι «μάζες» θα καταλάβουν ότι οι ρεφορμιστικές αυταπάτες οδηγούν στην χειρότερη παλινόρθωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και γι’ αυτό θα στραφούν «αυτόματα» στον επαναστατικό δρόμο. Άλλοι πίστευαν –ή φέρονταν σαν να πιστεύουν- ότι, αφού ο λαός αντιστάθηκε στα προηγούμενα δύο μνημόνια, με τον ίδιο τρόπο «αυτόματα» θα αντιδράσει και στο Μνημόνιο του Τσίπρα. (Άλλοι πάλι πίστευαν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αντέξει ούτε για μερικούς μήνες και ασχολούνταν με μια προεκλογική περίοδο που ποτέ δεν ήρθε…)

Τρία χρόνια μετά και οι μεν και οι δε έχουν διαψευστεί οικτρά. Στην κοινωνική θεωρία δεν υπάρχουν «αυτοματισμοί», ούτε «επαναλήψεις» κινημάτων. Το καλοκαίρι του 2015, όπως τελικά εξελίχθηκε και επισφραγίστηκε από την ψήφιση του μνημονίου και τις πρόωρες εκλογές, αλλά και την εξέλιξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά και στην πρόσδεση στον ιμπεριαλιστικό άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ-Αιγύπτου, στο θέμα των δικαιωμάτων και αλλού), ήταν η επισφράγιση του δόγματος ΤΙΝΑ, η επιβεβαίωση ότι «όλοι ίδιοι είναι όταν έρθουν στην εξουσία», η διάψευση των ελπίδων που στηρίχτηκαν στο αναπτυσσόμενο από το 2010 κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική επίθεση. Αυτό δεν σημαίνει την απουσία αγώνων, βέβαια, και μάλιστα αγώνων σημαντικών: όμως οι αγώνες αυτοί, ακόμη και κάποιοι νικηφόροι, αφορούν κάθε φορά συγκεκριμένα επίδικα όπως μια απόλυση, μια ιδιωτικοποίηση, οι πλειστηριασμοί, ενώ η συνολική ανατροπή της διαμορφωμένης κατάστασης ή «των Μνημονίων» –ακόμη κι όταν αποτελεί την προμετωπίδα των αιτημάτων ενός αγώνα- δεν αποτελεί πλέον πραγματικό επίδικο ούτε καν στα μάτια των αγωνιζόμενων.

Το χειρότερο είναι ότι, αναμένοντας τον «αυτοματισμό» ή την «επανάληψη», οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς σήμερα σε μεγάλο βαθμό αρνούνται ή αδυνατούν να καταλάβουν την πραγματικότητα: και η πραγματικότητα είναι ότι διανύουμε τον 3ο χρόνο εμπέδωσης –πλέον- του Μνημονίου, τον 3ο χρόνο που σε πλατιές μάζες εργαζόμενων, νεολαίας, ανέργων και συνταξιούχων τα μνημονιακά μέτρα είναι η νέα αναπόδραστη κανονικότητα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν ζουν «καλύτερα» από όσο ζούσαν τον πρώτο ή τον δεύτερο χρόνο του μνημονίου –ζουν πολύ χειρότερα. Όμως, έχει εμπεδωθεί η πτώση του βιοτικού επιπέδου, σε βαθμό που δεν προκαλεί πια έκπληξη, έχουν εμπεδωθεί όχι απλώς οι χαμηλές προσδοκίες αλλά οι καθόλου διεκδικήσεις (πχ ιεραρχείται ως πιο σημαντικό σήμερα να έχει κάποιος δουλειά από το αν έχει αξιοπρεπή μισθό ή ασφάλιση), έχει εμπεδωθεί ότι πρέπει ο καθένας να βρει ατομικά τρόπο να τα βγάλει πέρα στη νέα «κανονικότητα» αντί να ελπίζει ότι αυτή κάποια στιγμή θα τελειώσει. Αυτή η νέα κοινωνική συνθήκη εμπεδώνεται -και θα αφορά και την όποια «ανάπτυξη» έρθει: ακόμη κι αν παρουσιαστεί κάποια ανάκαμψη της κερδοφορίας (παρότι η διεθνής κρίση δεν έχει τελειώσει και ακόμη παράγει αποτελέσματα), αυτή η αναιμική «ανάπτυξη» θα πατάει πάνω στο ξεπούλημα και τις κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας που έχουν παγιωθεί.

Η κοινωνία (στην πλειονότητά της, προφανώς) έχει αλλάξει κι έχει αλλάξει μοριακά. Με τα λόγια του Γκράμσι: «Κάποιος το ακούει να λέγεται: «Άντεξαν για πέντε χρόνια, γιατί όχι έξι; Θα μπορούσαν να αντισταθούν έναν χρόνο ακόμα και να θριαμβεύσουν». Κάτι τέτοιο όμως σε αυτή την περίπτωση θα ήταν μια διαίσθηση κατόπιν εορτής, γιατί εκείνη τη χρονιά το υποκείμενο δεν ήξερε ότι μπροστά του είχε «μόνο» άλλον ένα χρόνο βασάνων. Αλλά, πέρα από αυτό, η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος του πέμπτου χρόνου δεν είναι ο ίδιος με τον άνθρωπο του τέταρτου, του τρίτου, του δεύτερου, του πρώτου κ.ο.κ. Έχει μια νέα προσωπικότητα, εντελώς νέα, στην οποία τα χρόνια που έχουν περάσει έχουν διαλύσει τα ηθικά φρένα, τις δυνάμεις αντίστασης που χαρακτήριζαν τον άνθρωπο του πρώτου έτους.» (Αυτοβιογραφική σημείωση, 1933).

Αυτός είναι ο λόγος, για παράδειγμα, που το «κοινωνικό μέρισμα» Σαμαρά αντιμετωπίστηκε από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας με οργή, ως φιλανθρωπία και υποκρισία, ενώ το «κοινωνικό μέρισμα» Τσίπρα αντιμετωπίστηκε περίπου με συγκατάβαση, ως ένα «αυτοί που θα το πάρουν, όμως, το χουν ανάγκη».

Η μοριακή μετάλλαξη προφανώς αφορά και την αριστερά. Όχι μόνο την εικόνα που έχει η κοινωνία για το τι είναι η Αριστερά, όχι μόνο το ιδεολογικό φορτίο του να μην ξεχωρίζει στον δημόσιο λόγο τι είναι και τι όχι αριστερά, αλλά και τα ίδια τα «ηθικά φρένα, τις δυνάμεις αντίστασης» που χαρακτήριζαν την ριζοσπαστική αριστερά «του πρώτου χρόνου». Η εσωστρέφεια, η απουσία προσανατολισμού, οι διαιρέσεις, η αφασία, η επανάληψη παλιών συνθημάτων και εκτιμήσεων που αντιστοιχούν σε μια φάση πριν (χαρακτηριστική η προσπάθεια να αποδείξουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν είναι αριστερά», όταν ήδη στο μυαλό του κόσμου αποτελεί πλέον ένα κεντρώο συστημικό κόμμα), χαρακτηρίζουν εδώ και πολύ καιρό την κοινωνική και πολιτική αριστερά, μαζί με ένα μεγάλο κύμα ιδιώτευσης και αναμονής. Και μιλάμε για την καλή περίπτωση, γιατί υπάρχει και μειοψηφικό –αλλά υπαρκτό- τμήμα που δορυφοριοποιείται γύρω από το κράτος του ΣΥΡΙΖΑ για λόγους επιβίωσης. Επίσης, η φαγωμάρα στο εσωτερικό του κινήματος, το όλοι εναντίον όλων, η καχυποψία και η διάθεση για «νίκες» εναντίον φανταστικών αντιπάλων (από τους συμμάχους κι όχι από τους εχθρούς) έχουν φτάσει να χαρακτηρίζουν τη σημερινή αριστερά.

Προφανώς καμία δύναμη της αριστεράς, κοινωνικής και πολιτικής, δεν κατάφερε τα τελευταία 3 χρόνια να παρουσιάσει ένα τέτοιο πρόγραμμα (ή να έχει μια τέτοια παρουσία) που να ξαναφέρει σε πρώτη ζήτηση την πίστη στους αγώνες να ανατρέπουν την «τάξη» των Μνημονίων ή στο ότι υπάρχει μια πραγματική εναλλακτική για την οποία αξίζει κανείς να αγωνιστεί στο σήμερα. Αυτή η παραδοχή της πραγματικότητας προφανώς δεν σημαίνει ούτε ότι δεν είχε σημασία ότι υπήρξε ριζοσπαστική και επαναστατική αριστερά που αντιστάθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ότι δεν είχε σημασία –και μάλιστα τεράστια- η μαζική αποχώρηση μελών από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν σημαίνει ότι δεν δικαιώθηκαν οι δυνάμεις που είχαν εξαρχής μέτωπο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ (όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) ή ότι δεν είναι εξαιρετικά σημαντικό κι ελπιδοφόρο να υπάρχει και να στέκει διακριτή η επαναστατική αριστερά, ακόμη περισσότερο στο σήμερα. Είναι πολύ σημαντικά όλα αυτά, όμως σε άλλο επίπεδο από το βασικό ερώτημα που θα κινητοποιούσε σήμερα τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας: αν υπάρχει κι αν είναι μαχητός ένας άλλος δρόμος, πέρα από την «κανονικότητα» του Μνημονίου.

Αν μη τι άλλο, είναι σημαντικό να υπάρχει επαναστατική αριστερά, για να μπορεί να σπρώξει τα πράγματα σε συνθήκες επαναστατικές –κι αυτό ισχύει σε κάθε συγκυρία. Μόνο που η δική μας επαναστατική αριστερά, παρά τις προσπάθειες και παρά την προσήλωσή της στο κίνημα, δεν κατάφερε στην εδώ συγκυρία να κερδίσει αυτό το στοίχημα. Προφανώς έχει μεγάλη σημασία «να κρατήσουμε» ή «να αντέξουμε» (όπως λένε κάποιοι σύντροφοι), όμως αυτό δεν είναι αυτοσκοπός! Να κρατήσουμε και να αντέξουμε για κάποιο σκοπό. Και ο σκοπός ήταν και είναι εδώ, όχι στο απώτερο μέλλον.

Μπορούμε να κάνουμε κάτι;

Όλα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται απαισιόδοξα. Μπορεί μετά το τραύμα του 2015 η τάση είναι η αποστράτευση, οι διασπάσεις, η έλλειψη εμπιστοσύνης, η απογοήτευση και η ιδιώτευση, όμως το δυναμικό που αναδείχθηκε ειδικά στις μεγάλες απεργίες και τις μεγάλες μάχες ενάντια στο μνημόνιο, που πίστεψε στην δυνατότητα ανατροπής, είναι υπαρκτό και αναζητά δρόμους αντίστασης. Τα πρώτα σκιρτήματα ήδη διαφαίνονται. Χρειάζεται να διαμορφωθεί εκείνη η κατάσταση που θα το περιλαμβάνει και θα του ξαναδίνει ελπίδα.

Κι αυτή η κατάσταση καλό θα ήταν να ξεκινήσει από την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το μέτωπο εκείνο που συγκεντρώνει το πιο μαχητικό και ελπιδοφόρο τμήμα των αγωνιστών, τόσο των παλαιότερων, όσο και αυτών που αναδείχθηκαν μέσα από τους εμπειρία σύνθεσης να κάνει πράξη τη σύνθεση μεταξύ διαφορετικών απόψεων. Φυσικά, θα ήταν μικρομεγαλισμός να πούμε ότι περιορίζεται μόνο σε αυτήν, ειδικά όταν μέσα στις κινηματικές μάχες και τις πολιτικές διεργασίες των τελευταίων χρόνων έχουν αναδειχθεί πολλοί και πολλές αγωνιστές και αγωνίστριες, αλλά και δυνάμεις, που δεν εντάσσονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Φαίνεται όμως ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η αναγκαία αλλά όχι η ικανή συνθήκη. Καταρχάς γιατί υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα μαχόμενου κόσμου ή ανθρώπων που απογοητευμένοι βρίσκονται στα σπίτια τους, που για διάφορους λόγους δεν έχουν προσεγγίσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ –ούτε κατέφυγαν εκεί όταν απογοητεύτηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά από οργανώσεις στις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απευθύνθηκε με την πρόταση για πολιτική συνεργασία. Από την άλλη, γιατί η εσωτερική ζωή, συζήτηση και οργάνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τον τελευταίο χρόνο έχει ατονήσει τόσο, ώστε να φαίνεται σαν ένας χώρος που κυρίως αφορά την εκλογική σύμπραξη κάποιων δυνάμεων, παρά μια ζωντανή διαδικασία αναμέτρησης με τα ερωτήματα που βάζει η πραγματικότητα.

Μπορεί η 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να απαντήσει σε αυτές τις αναγκαιότητες; Μπορεί να συμβεί εκείνη η τομή που θα κάνει το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να γίνει καταλύτης σε ευρύτερες εξελίξεις που θα ανασυνθέτουν την τωρινή κατάσταση στην αριστερά και το κίνημα, βοηθώντας στην επανασυσπείρωση όλου αυτού του δυναμικού που σήμερα βρίσκεται απογοητευμένο ή διάσπαρτο;

Εν όψει της 4ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρούμε αναγκαία τρία βήματα:

-Μια αναζωογόνηση των δημοκρατικών διαδικασιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα επιτρέψουν να ανοίξει η συζήτηση για όλα τα μεγάλα ζητήματα. Σήμερα η συζήτηση στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (όταν γίνεται, γιατί βασικό χαρακτηριστικό τον τελευταίο χρόνο είναι η ελλιπής ή καθόλου λειτουργία των ΤΕ και ΚΕ και η έλλειψη σχεδιασμού από τη βάση) χαρακτηρίζεται από παράλληλους μονολόγους, χαρακτηρισμούς και αναζήτηση φανταστικών εχθρών. Χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια να αποτραπεί η σύνθεση αλλά και γενικότερα η θετική πρόταση, χαρακτηρίζεται από την έλλειψη συντροφικότητας και εμπιστοσύνης. Έχει χαθεί η αξιοπιστία με την συνειδητή άρνηση υλοποίησης σημαντικών αποφάσεων συλλογικών οργάνων (έως και της Συνδιάσκεψης!) όπως η διοργάνωση Εργατικής Συνδιάσκεψης, η λειτουργία γραμματειών, η ύπαρξη εντύπου, η ύπαρξη γραφείων.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτέλεσε το πιο ελπιδοφόρο εγχείρημα της επαναστατικής αριστεράς καθώς προχώρησε σε τομές με τη λογική του μεταβατικού προγράμματος αλλά και της σταθερής μετωπικής πολιτικής τόσο με την επιδίωξη της συνεχούς διεύρυνσης όσο και της σύνθεσης διαφορετικών απόψεων –και μάλιστα μέσα από τη δημοκρατία των τοπικών και κλαδικών επιτροπών. Σήμερα, όμως, δείχνει να έχει εγκαταλείψει και τα δύο αυτά προωθητικά στοιχεία. Η εσωστρέφεια οδηγεί σε ανάδειξη του «διπλανού μας» (εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ) σε κύριο εχθρό ενώ απουσιάζει η έννοια της πολιτικής πρότασης που θα έδινε προοπτική και θα συσπείρωνε δυνάμεις. Στόχος είναι ο φοβικός καθορισμός όσων «πρέπει να αποφύγουμε» και όχι όσων «πρέπει να κάνουμε». Ακόμα και στα κορυφαία ζητήματα της συγκυρίας όπως της ανοιχτής απειλής γενικευμένου πολέμου ή τη συντριβή των τελευταίων κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στεκόμαστε αμήχανοι διατυπώνοντας προτάσεις που ουσιαστικά τις απευθύνουμε στον εαυτό μας έχοντας εκ των προτέρων αποκλείσει κάθε άλλη συλλογικότητα ήδη από τον τρόπο της διατύπωσης.

-Μια πραγματική ανάγνωση της πραγματικής κατάστασης στη συγκυρία, ώστε να διατυπωθεί και ένας σχεδιασμός για το κίνημα που θα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πρωτίστως για το εργατικό κίνημα: για την πραγματική κατάσταση της απουσίας συνδικαλισμού στο συντριπτικό τμήμα της (μαύρης, ανασφάλιστης, χωρίς δικαιώματα) εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, που αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο πραγματικό πρόβλημα για τις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Για την σημερινή κατάσταση της ανεργίας και της ημιεργασίας (της τακτής πλέον εναλλαγής μεταξύ μεγάλων διαστημάτων ανεργίας και μικρών διαστημάτων εργασίας ή μερικών μεροκάματων ανά μήνα) και αν υπάρχει τρόπος οργάνωσης των ανέργων. Αν δεν έχουμε πραγματική εικόνα και πραγματικό σχεδιασμό για αυτά, τότε η διαφωνία για το σε ποια συγκέντρωση θα πάμε στην απεργία ή για το ποιος συντονισμός είναι ο σωστός (που σχεδόν μονοπωλεί τις διαδικασίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τον τελευταίο χρόνο), προφανώς αποτελεί το εντελώς δευτερεύον –ή μάλλον, όπως λέγαμε και παραπάνω, είναι σημαντικό σε ένα εντελώς δευτερεύον επίπεδο. Κι αυτό είναι ζήτημα ιεράρχησης, που κρίνει όμως αν οι διακηρύξεις μας για αντικαπιταλισμό έχουν ή όχι υλική βάση –εντέλει κρίνει την αξιοπιστία μας.

Η ίδια απαίτηση για πραγματική εκτίμηση είναι αναγκαία και σε άλλα μέτωπα: στο πολύ σοβαρό στη συγκυρία μέτωπο του πολέμου και του αντιιμπεριαλισμού, στο θέμα του κινήματος ενάντια στους πλειστηριασμούς, της κοινωνικής αλληλεγγύης, των εγχειρημάτων εργατικού ελέγχου (πχ ΒΙΟΜΕ) κ.ά.

-Να διατυπώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μια πρόταση υπέρβασής της, μια ανοιχτή σε συνδιαμόρφωση και ειλικρινή πρόταση για επανίδρυση. Με κέντρο και βασικό κορμό την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα αποτελέσει όμως πόλο έλξης, συσπείρωσης και οικοδόμησης μιας νέας ελπίδας για το κίνημα και την αριστερά. Μια πρόταση που θα είναι και θα δείχνει τολμηρή και ανοιχτή σε όλο το δυναμικό του κινήματος, παλιό και νέο, για συστράτευση και συνδιαμόρφωση. Μια πρόταση που θα βασίζεται στην εμπειρία των τελευταίων χρόνων, που απέδειξαν τι σημαίνει ο κυβερνητισμός, τα μεσοβέζικα προγράμματα, ο αρχηγισμός και κυρίως η μη διάθεση και η μη προετοιμασία για σύγκρουση με την αστική τάξη. Μια πρόταση στην οποία ο αντικαπιταλισμός και ο αντιιμπεριαλισμός θα τίθενται ως θετικό πρόταγμα και όχι ως όροι αποκλεισμού.

Η αμείλικτη πραγματικότητα απαιτεί από μας να οργανώσουμε τη συζήτηση και τολμηρά να ανασυνθέσουμε. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, δεν περισσεύει άλλος. Υπάρχουν ακόμα οι αγωνιστές της αριστεράς, διάσπαρτες δυνάμεις, ρήγματα που παραμένουν ενεργά. Πρέπει να αποκτήσουν φωνή και κοινό βηματισμό οι κοινές αγωνίες, οι κοινές εκτιμήσεις, οι κοινές θέσεις. Είναι η ώρα να ζητήσουμε ένα νέο, μεγαλύτερο Σπόρτινγκ, με την υπέρβαση του ίδιου μας του εαυτού, ώστε πατώντας στα σκαλοπάτια όσων κατακτήσαμε μέχρι σήμερα να σηκωθούμε ψηλότερα.

Αυτό το βήμα είναι σήμερα το πρώτο αναγκαίο για να υπάρξει η δυνατότητα για το δεύτερο βήμα, την οικοδόμηση ενός μεγάλου πολιτικοκοινωνικού μετώπου των δυνάμεων όλης της αριστεράς, του κινήματος και των καταπιεζόμενων, ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης-ανατροπής, που θα μπορέσει να ανατρέψει νικηφόρα την «τάξη» των Μνημονίων και θα ανοίξει τον δρόμο για ευρύτερες ανατροπές.

Για την ΕΠΠΔ

Πριν 2 χρόνια μια ομάδα ανένταχτων μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων αγωνιστών συγκροτήσαμε την Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου, προσπαθώντας ακριβώς να εκφράσουμε αυτές τις κοινές μας αγωνίες και χωρίς φυσικά καμιά αυταπάτη πως μπορούμε μόνοι μας να τις μετατρέψουμε σε πολιτική δύναμη. Σήμερα νοιώθουμε πως είναι η ώρα και εμείς να κάνουμε την υπέρβασή μας –αντίστοιχη με αυτήν που ζητάμε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ- να προχωρήσουμε στη συνάντηση με όλους και όλες που έχουν αντίστοιχους προβληματισμούς, να συναντηθούμε και να συνδιαμορφώσουμε μαζί τους.

Πρώτο βήμα στη διαδικασία κάνουμε την Κυριακή, 14 Γενάρη με την Ολομέλειά μας (11 π.μ., Σολωμού 13 4ος όροφος), στην οποία καλούμε όλους και όλες για τη διαμόρφωση μιας τάσης που θα παρέμβει στην 4η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και συνολικά στη συζήτηση εντός της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς, στην παραπάνω κατεύθυνση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου