Η πολιτική θέση της Οργάνωσης μας για τις Περιφερειακές Εκλογές είναι η αποχή. Η θέση αυτή διαμορφώθηκε λαμβάνοντας υπόψιν το χαρακτήρα και το ρόλο του συγκεκριμένου θεσμού των Νομαρχιών και στη συνέχεια των Περιφερειών, καθώς και την ιστορική τους εξέλιξη. Για πρακτικούς λόγους, στις σημερινές συνθήκες, μορφοποιείται στο αποχή-λευκό-άκυρο.
Όπως προαναφέραμε, οι δυο βαθμίδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησής, πρώτου βαθμού (Δήμοι) και δεύτερου βαθμού (Περιφέρειες), αποτελούν αστικούς θεσμούς που στην εξέλιξη τους συνεχώς αναπροσαρμοζόμενοι στις ανάγκες της κεντρικής εξουσίας (κυβέρνηση) συγκεντροποιούνται και αντιδραστικοποιούνται. Ωστόσο η γέννηση τους, η ιστορική τους εξέλιξη δεν ταυτίζεται. Η σχέση των λαϊκών μαζών με αυτούς τους θεσμούς, η αμεσότητα των Δήμων και η «απόσταση» των Περιφερειών, οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες για δημοκρατικά δικαιώματα που ενσωματώθηκαν στη διαδικασία των Δημοτικών Εκλογών, αλλά και οι λαϊκές διεκδικήσεις απέναντι στις δημοτικές αρχές, είναι στοιχεία που διαφοροποιούν αυτές τις δυο βαθμίδες ΤΑ, ιδιαίτερα στη συνείδηση των λαϊκών μαζών.
Όπως προαναφέραμε, οι δυο βαθμίδες της Τοπικής Αυτοδιοίκησής, πρώτου βαθμού (Δήμοι) και δεύτερου βαθμού (Περιφέρειες), αποτελούν αστικούς θεσμούς που στην εξέλιξη τους συνεχώς αναπροσαρμοζόμενοι στις ανάγκες της κεντρικής εξουσίας (κυβέρνηση) συγκεντροποιούνται και αντιδραστικοποιούνται. Ωστόσο η γέννηση τους, η ιστορική τους εξέλιξη δεν ταυτίζεται. Η σχέση των λαϊκών μαζών με αυτούς τους θεσμούς, η αμεσότητα των Δήμων και η «απόσταση» των Περιφερειών, οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες για δημοκρατικά δικαιώματα που ενσωματώθηκαν στη διαδικασία των Δημοτικών Εκλογών, αλλά και οι λαϊκές διεκδικήσεις απέναντι στις δημοτικές αρχές, είναι στοιχεία που διαφοροποιούν αυτές τις δυο βαθμίδες ΤΑ, ιδιαίτερα στη συνείδηση των λαϊκών μαζών.
Οι ρίζες της Τοπικής Αυτοδιοίκησής απλώνονται στα βάθη της Τουρκοκρατίας, όπου ο θεσμός των Κοινοτήτων αποτελούσε μια μορφή τοπικής εξουσίας με σχετική αυτονομία, που υπαγόταν βέβαια στη κεντρική διοίκηση. Με τους δημογέροντες να αποτελούν τον διαμεσολαβητή μεταξύ της κοινότητας και της οθωμανικής κεντρικής εξουσίας, το καθεστώς επιδίωκε να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να εξασφαλίζει τη εύρυθμη λειτουργία του. Στα χρόνια της Επανάστασης ο θεσμός της ΤΑ, με παρόμοιες μορφές, ενισχύεται. Η ενίσχυση όμως της τοπικής εξουσίας έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη ενίσχυσης της κεντρικής εξουσίας του νεοσύστατου ελληνικού αστικού κράτους.
Από τη πρώτη στιγμή λοιπόν μέχρι σήμερα, με διαφορετική ανά περίοδο ένταση, με αναπροσαρμογές που αντιστοιχούσαν στο επίπεδο ανάπτυξης του ντόπιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, είτε μοιράζοντας αρμοδιότητες είτε στερώντας τις από το επίπεδο των δημοτικών και κοινοτικών αρχών, είτε με απαγορεύσεις των Δημοτικών Εκλογών ή με καθαιρέσεις Δημάρχων και Κοινοταρχών διορίζοντας τους «κατάλληλους», είτε επιβάλλοντας περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα, είτε ενσωματώνοντας διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών για δημοκρατικά δικαιώματα, η κεντρική κατεύθυνση του αστικού κράτους παρέμεινε μία και αναλλοίωτη: το χτύπημα της ΤΑ πρώτου βαθμού. Όχι βέβαια του θεσμού, αλλά της δυνατότητας των λαϊκών μαζών να συμμετέχουν, να πιέζουν, να διεκδικούν, να κερδίζουν και να ανατρέπουν πλευρές της κεντρικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο. Το χτύπημα όλων όσων συμπυκνώθηκαν στη συνείδηση των λαϊκών μαζών ως κατακτήσεις, μέσα από τη πάλη τους, σε σχέση με αυτό τον θεσμό.
Από την κυβέρνηση Καποδίστρια, με τη διοικητική διαίρεση του 1828 και τη νομοθετική παρέμβαση της βαυαρικής αντιβασιλείας το 1833, μέχρι τις νομοθετικές αλλαγές του «Καποδίστρια», του «Καλλικράτη» και του «Κλεισθένη» αυτή η κατεύθυνση προωθείται για να εξυπηρετεί ο θεσμός της ΤΑ συνολικά την υλοποίηση της αντιλαϊκής-αντεργατικής πολιτικής. Έτσι ενδιάμεσα σε κράτος και σε Δήμους-Κοινότητες, στήνεται μια κρατική δομή πλήρως ελεγχόμενη και προσαρμοσμένη στις κατευθύνσεις τις κεντρικής εξουσίας: οι Επαρχίες και οι Νομαρχίες. Ένα ενδεικτικό στοιχείο που αποτυπώνει τον αντιδραστικό ρόλο αυτού του βαθμού ΤΑ είναι το γεγονός ότι για σχεδόν 160 χρόνια οι διοικήσεις τους ήταν διορισμένες, κάτι που αλλάζει μόλις το 1994 από την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου που νομοθετεί την αιρετή νομαρχιακή διοίκηση.
Ωστόσο, η επιλογή του συστήματος να προχωρήσει στην άμεση από το λαό εκλογή των Νομαρχών δεν σημαίνει ότι άλλαξε η φύση και ο ρόλος τους, ως ενδιάμεσος αστικός θεσμός που πιέζει, ελέγχει και καθορίζει την πολιτική στο επίπεδο των Δήμων. Ως το μακρύ χέρι της κεντρικής εξουσίας στους Δήμους, με τον μανδύα του αυτοδιοικητικού οργάνου.
Ο «Καποδίστριας», ο «Καλλικράτης» και ο πρόσφατος «Κλεισθένης», που το πραγματικό αντιλαϊκό του περιεχόμενο επιχειρούν να κρύψουν με την απλή αναλογική, αυτό αποδεικνύουν και ενισχύουν.
Ποσό μάλλον όταν αυτές οι τρεις καθοριστικές αλλαγές, με αιχμή τις Περιφέρειες, αναπροσαρμόζουν τους ΟΤΑ τόσο στις ανάγκες του αστικού κράτους και του ντόπιου κεφαλαίου, όσο και στις απαιτήσεις της ΕΕ και του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου. Αποτελούν την ελληνική προσαρμογή στις κατευθύνσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Συνθήκης της Λισαβώνας σε σχέση με την ΤΑ. Αποτέλεσμα των οποίων είναι η άμεση σύνδεση των Περιφερειών της Ελλάδας -και όλων των κρατών μελών της ΕΕ- με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μέσω της «Επιτροπής των Περιφερειών» που συστάθηκε το 1994. Με το τρόπο αυτό η ιμπεριαλιστική ΕΕ επιτυγχάνει να ελέγχει άμεσα και να καθορίζει την πολιτική των ΟΤΑ χωρίς να έχει ανάγκη τη διαμεσολάβηση του κράτους.
Εν κατακλείδι, ενώ για τις Δημοτικές Εκλογές, παρά την αντιδραστικοποίηση του θεσμού, διακρίνουμε περιθώρια πολιτικής παρέμβασης, για τις Περιφερειακές Εκλογές τα περιθώρια ούτε υπήρχαν (όσο ήταν διορισμένες οι διοικήσεις) ούτε υπάρχουν. Πρόκειται για κρατική διοικητική αρχή σε άμεση σύνδεση με τη κεντρική εξουσία, που εφαρμόζει την κυβερνητική πολιτική και τις ευρωπαϊκές επιταγές, μακριά και ενάντια στο λαό. Οι πλημμύρες στη Μάνδρα και η φωτιά στο Μάτι είναι τα πρόσφατα παραδείγματα που αποτυπώνουν με τον πιο γλαφυρό και τραγικό τρόπο τη θεωρητική ανάλυση για τις Περιφέρειες, την ίδια στιγμή που χαρίζονται εκατομμύρια στους κεφαλαιοκράτες είτε για γήπεδα (Μελισανίδης) είτε για «ανάπλαση» (Νιάρχος).
Σε αυτή τη βάση θεωρούμε ότι η συμμετοχή με ψηφοδέλτιο σε αυτή την πολιτική μάχη, που επιλέγεται από τις δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς, συγκαλύπτει την πραγματική φύση του θεσμού, δίνει άλλοθι στη αντιλαϊκή πολιτική και αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της κατάντιας του εκλογικού κρετινισμού που τις διακρίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου