1. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου δημιουργεί ένα πολιτικό συσχετισμό δύναμης, δυσμενή για την εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις.
Το ποσοστό της ΝΔ (39,85%) που δίνει δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στην ακραία νεοφιλελεύθερη ηγεσία της ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μαζί με το υψηλό ποσοστό που συγκράτησε ο Αλ. Τσίπρας (31,53%) -παρά τις τραγικές ευθύνες του στο πως άνοιξε ο δρόμος για την παλινόρθωση της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία- δημιουργούν ένα υψηλό άθροισμα πολιτικών δυνάμεων που -τουλάχιστον μέσα στη Βουλή- δεσμεύονται για την υποστήριξη των «συμφωνηθέντων» με τους δανειστές, την υποστήριξη της πολιτικής των Μνημονίων και του «Μεσοπρόθεσμου» προγράμματος που η κυβέρνηση Τσίπρα κληροδοτεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη!
Το ποσοστό της ΝΔ (39,85%) που δίνει δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης στην ακραία νεοφιλελεύθερη ηγεσία της ΝΔ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μαζί με το υψηλό ποσοστό που συγκράτησε ο Αλ. Τσίπρας (31,53%) -παρά τις τραγικές ευθύνες του στο πως άνοιξε ο δρόμος για την παλινόρθωση της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς στην κυβερνητική εξουσία- δημιουργούν ένα υψηλό άθροισμα πολιτικών δυνάμεων που -τουλάχιστον μέσα στη Βουλή- δεσμεύονται για την υποστήριξη των «συμφωνηθέντων» με τους δανειστές, την υποστήριξη της πολιτικής των Μνημονίων και του «Μεσοπρόθεσμου» προγράμματος που η κυβέρνηση Τσίπρα κληροδοτεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη!
Αυτό το υψηλό ποσοστό του δεσμευμένου από τα Μνημόνια «δικομματισμού», παραπέμπει σε ποσοστά προ της πολιτικής κρίσης που προκάλεσαν οι μεγάλοι αντιμνημονιακοί αγώνες της περιόδου του 2010 -13. Εμφανίζονται, έτσι, να σημαδεύουν το τέλος του πολιτικού κύκλου που άνοιξαν οι μεγάλοι εργατικοί και λαϊκοί αγώνες της προηγούμενης περιόδου.
2. Αυτή η εικόνα είναι επισφαλής και υπονομευμένη.
Η οικονομία διεθνώς έχει ολοφάνερα μπει σε επιβράδυνση και αυτό απειλεί να τινάξει στον αέρα τα «συμφωνηθέντα» με τους δανειστές και τα χρονοδιαγράμματα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, εμφανίζοντας την ανάγκη, για νέα σκληρότερα μέτρα λιτότητας. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τις μνημονιακές πολιτικές της κυβέρνησης Τσίπρα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι συναίνεσε σε αυτές, δεν σημαίνει ότι ο κόσμος τις «υιοθέτησε», όπως έκανε το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν ο Κυρ. Μητσοτάκης θα μπορέσει να επαναλάβει το βασικό «άθλο» του Αλ. Τσίπρα, δηλαδή την προώθηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης. Η ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα δείχνει ότι η αιφνίδια παρέμβαση των μαζών στις πολιτικές εξελίξεις, το αιφνιδιαστικό άνοιγμα ενός νέου κύκλου αγώνα, είναι παράγοντας που δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Αυτός ο παράγοντας θα κρίνει, τελικά, το αν ο νέος συσχετισμός στη Βουλή θα λειτουργήσει ως ένας «δικομματισμός» σταθεροποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, ή αντίθετα αν κάτω από την πίεση του κόσμου θα μπει σύντομα σε νέα κρίση αστάθειας.
3. Το αποτέλεσμα των εκλογών της 7ης Ιουλίου δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί αν δεν σκεφτεί κανείς την ήττα των εργατικών και λαϊκών μαζών το 2015.
Ο μεγάλος κύκλος των αγώνων του 2010-2013 προκάλεσε μία πρωτοφανή πολιτική κρίση, οδηγώντας το ΠΑΣΟΚ στα όρια της διάλυσης και υποβαθμίζοντας σημαντικά τη δύναμη της ΝΔ. Θυμίζουμε ότι όταν ανέλαβε ο Β. Μεϊμαράκης, μετά την παραίτησή του Αντ. Σαμαρά, οι δημοσκοπήσεις έδιναν τη ΝΔ κοντά στο 14%. Αυτός ο παράγοντας ερμηνεύει την αντοχή του Αλ. Τσίπρα επί 4,5 στην κυβερνητική εξουσία.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, απολογούμενη σήμερα ισχυρίζεται ότι «υποχρεώθηκε να ασκήσει μνημονιακή πολιτική». Δεν είναι ακριβές: Η κυβέρνηση Τσίπρα επέλεξε να ασκήσει μνημονιακή πολιτική, υπογράφοντας το Μνημόνιο 3 και αναλαμβάνοντας τελικά την «πατρότητα» των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Επέλεξε να εγκαταλείψει τη λαϊκή εντολή του ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα, για να νομιμοποιήσει την επιτροπεία στηριζόμενη στις «διαπραγματεύσεις» με την ηγεσία της ΕΕ και τη σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. Σε αυτή την πορεία ο Αλ. Τσίπρας διεύρυνε τον ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά, ενσωματώνοντας τμήμα της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας, μια πτέρυγα των ΑΝΕΛΛ, αλλά και μια πτέρυγα της καραμανλικής Δεξιάς. Έθεσε έτσι τα θεμέλια της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ακραία αρχηγοκεντρικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, και μάλιστα στην περίοδο του νεοφιλελεύθερου εκφυλισμού της σοσιαλδημοκρατίας. Σήμερα η ηγετική ομάδα Τσίπρα προωθεί το επόμενο βήμα: Τη συγκρότηση μιας ακόμα πιο χαλαρής -και ταυτόχρονα πιο αρχηγόκεντρικής- «Προοδευτικής Συμμαχίας».
Σε αυτή την πορεία, παράλληλα με την εμπέδωση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσε την πίεση για υποχωρήσεις του κόσμου, σπέρνοντας την μαζική απογοήτευση και τη μείωση της μαχητικότητας της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών. Έτσι έστρωνε συστηματικά το δρόμο για την αυτοδυναμία του Κυρ. Μητσοτάκη.
4. Παρά τις προφανείς ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για υποτίμηση του προγράμματος της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Με τα συνθήματα της μείωσης στη φορολογία των επιχειρήσεων, την πλήρη «απελευθέρωση» στην αγορά εργασίας και την ταχύτερη και πιο αδίστακτη προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, αποσκοπεί στη συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας της κυρίαρχης τάξης.
Με τα συνθήματα της πολιτικής «νόμου και τάξης» (Εξάρχεια, Πανεπιστημιακό Άσυλο κ.ο.κ.) αποσκοπεί στην αναδιοργάνωση των συμμαχιών με τη μεσαία τάξη. Με τα συνθήματα για τα «ισχυρά σύνορα» αποσκοπεί να συνδυάσει το νεοφιλελευθερισμό με τη ρατσιστική πολιτική και με το εθνικιστικό ρεύμα, με στόχο να ενσωματώσει ξανά μέσα στη ΝΔ ένα σημαντικό τμήμα της ακροδεξιάς.
Έχει ως αφετηρία την επιβολή των «συμφωνηθέντων», συνεχίζοντας το έργο του Αλ. Τσίπρα, σε συνδυασμό με τη φιλοδοξία να πετύχει μια σημαντική επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Πρόκειται για σημαντικό κίνδυνο για τα συμφέροντα των εργαζόμενων και των λαϊκών δυνάμεων.
5. Η Χρυσή Αυγή, συγκεντρώνοντας 2,9% μένει εκτός βουλής και χάνει τα κοινοβουλευτικά της προνόμια. Για την θετική αυτή εξέλιξη, ο μόνος που δικαιούται να αισθάνεται δικαιωμένος είναι ο κόσμος της Αριστεράς και του αντιφασιστικού, αντιρατσιστικού κινήματος. Το δικαίωμα αυτό δεν έχουν η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί είτε την ενδυνάμωσαν με τις πολιτικές τους, είτε γιατί η ανοχή τους επέτρεψε τη «νόμιμη» λειτουργία της. Παρά την απώλεια ψήφων και την συνεχιζόμενη κρίση της, παραμένει ένας «θανάσιμος αντίπαλος» για τα εργατικά συμφέροντα και τις δημοκρατικές αξίες, που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η Ελληνική Λύση, αν και χωρίς τα τάγματα εφόδου ή τις ναζιστικές αναφορές της ΧΑ, είναι ένα επικίνδυνο ακροδεξιό μόρφωμα. Η Αριστερά και το κίνημα θα χρειαστεί να δώσουν μάχες, να οργανώσουν συστηματικές παρεμβάσεις ενάντια στο θεσμικό ρατσισμό, τη φασιστική και ακροδεξιά απειλή.
6. Το αποτέλεσμα των εκλογών καταγράφει μια κρίση πολιτικής αποτελεσματικότητας της -αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ- Αριστεράς.
Το ΚΚΕ, παρά τη συσπείρωση γύρω του ενός σημαντικού αριθμού στελεχών από άλλα ρεύματα της Αριστεράς, κατέγραψε στασιμότητα (299.388 ψήφους και 5,3%) σε σχέση με τις ευρωεκλογές, μένοντας πάντα πίσω από τα ποσοστά του προ της ανόδου και μετέπειτα της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ (πχ των 536.000 ψήφων και του 8,48% στις εκλογές του Μάη του 2012). Πρόκειται για ανάδειξη της αδυναμίας του να αντιμετωπίζει πολιτικά τα μεγάλα γεγονότα, για απόδειξη των συνεπειών που έχει η αποφυγή σημαντικών πολιτικών πρωτοβουλιών και η συνακόλουθη απόρριψη της ενότητας στη δράση με άλλες δυνάμεις της μαχόμενης Αριστεράς.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε 23.185 ψήφους και 0,41%, καταγράφοντας απώλειες σε σχέση με τις ευρωεκλογές και σημαντική υποχώρηση σε σχέση με την επιρροή της προ της ανόδου και της μετέπειτα κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ (τις 75.416 ψήφους και το 1,19% στις εκλογές του Μάη του 2012). Στις ανακοινώσεις των βασικών συνιστωσών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ –του ΝΑΡ και του ΣΕΚ– γίνονται σήμερα φανερές οι σημαντικές πολιτικές αποκλίσεις και τα ερωτήματα για το εάν αυτός ο μετωπικός σχηματισμός θα διατηρηθεί ενιαίος.
Για τη ΛΑΕ το αποτέλεσμα σηματοδοτεί το τέλος ενός κύκλου. Η ήττα της ΛΑΕ είχε καταγραφεί ήδη στις ευρωεκλογές (31.648 ψήφοι και 0,58%) και οφειλόταν στα σημαντικά πολιτικά λάθη της ηγεσίας της και κυρίως στην υποτίμηση του κινδύνου του εθνικισμού. Ο πολιτικός επαναπροσανατολισμός και η αλλαγή ηγεσίας αποδείχθηκαν λίγες και καθυστερημένες διορθώσεις, παρότι ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Οι λίγες εβδομάδες που μεσολάβησαν μεταξύ των ευρωεκλογών και των εθνικών εκλογών δεν ήταν αρκετός χρόνος ώστε αυτές οι διορθώσεις να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Οι 15.959 ψήφοι και το 0,28% δείχνουν ότι είναι πλέον αναγκαίες οι πρωτοβουλίες υπέρβασης της ΛΑΕ, ως προϋπόθεση για να συνεχίσει να δρα ένα δυναμικό μελών και στελεχών που, όπως απέδειξε στις περιφερειακές και αυτοδιοικητικές εκλογές, παραμένει σημαντικό για το μέλλον της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αυτές οι αδυναμίες δημιούργησαν το «κενό» στο οποίο πάτησε το ΜΕΡΑ του Γ. Βαρουφάκη, με τις 194.149 ψήφους και το 3,44% που του δίνει το δικαίωμα να δοκιμάσει τις απόψεις του με κοινοβουλευτική παρουσία. Ένα πρόγραμμα νεοκεϊνσιανισμού απέναντι στη λιτότητα, η επιμονή στη θέση της μεταρρύθμισης της ΕΕ από τα μέσα και ο ακόμα ισχυρότερος αρχηγοκεντρισμός υπό την καθοριστική φιγούρα του Γ. Βαρουφάκη, προειδοποιούν για τα όρια του εγχειρήματος.
Παρότι το ΜΕΡΑ ψηφίστηκε και από κόσμο που θέλησε να εκφράσει από τα αριστερή κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του Γ. Βαρουφάκη δεν εντάσσεται μέσα στις προοπτικές ανασύνταξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
7.Στην περίοδο που αρχίζει με την ορκομωσία της κυβέρνησης Μητσοτάκη θα χρειαστούν συστηματικές και θαρραλέες πρωτοβουλίες.
Το κέντρο τους οφείλει να βρίσκεται στην οργανωμένη προσπάθεια για την ανασύνταξη των κινητοποιήσεων αντίστασης. Οι συσπειρώσεις στους εργατικούς χώρους, οι κινήσεις στις γειτονιές που εκφράστηκαν με αριστερά αυτοδιοικητικά ψηφοδέλτια, οι αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, οι ομάδες γυναικών και ΛΟΑΤ που στηρίζουν τις αντισεξιστικές δραστηριότητες, οι συσπειρώσεις και τα σχήματα στις σχολές και τα σχολεία, πρέπει να τεθούν στο κέντρο της προσοχής όλων μας. Το ξεδίπλωμα των αντιστάσεων θα χρειαστεί σοβαρή, οργανωμένη, ενωτική προσπάθεια από ένα ευρύτερο σύνολο δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Αυτό το στοιχείο δείχνει και την ανάγκη πρωτοβουλιών στο πολιτικό πεδίο. Σε ό,τι μας αφορά, έχουμε επιμείνει στην ανάγκη πολιτικής συνεργασίας μεταξύ δυνάμεων της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλων ομάδων και κινήσεων που αποσπάστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, άλλων δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς. Η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί μέσα στις νέες συνθήκες, όπου καταγράφηκε η αδυναμία των προϋπαρχόντων μετωπικών σχηματισμών.
Σε αυτήν την προοπτική θα χρειαστεί επιμονή, σοβαρότητα αλλά και μεγαλύτερη τόλμη. Οι ρυθμοί θα καθοριστούν από την κίνηση του κόσμου μας. Που για άλλη μια φορά, πιστεύουμε, θα επιφυλάξει σημαντικές «εκπλήξεις» στους εχθρούς και στους ψεύτικους φίλους του.
ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου