Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του
«Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία»
Ένοπλοι εργάτες στα οδοφράγματα της Κομμούνας
«Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία»
Ένοπλοι εργάτες στα οδοφράγματα της Κομμούνας
Τα ξημερώματα της 18ης του Μάρτη 1871, το Παρίσι ξύπνησε με τη βροντερή ιαχή: «Ζήτω η Κομμούνα!». Τι είναι η Κομμούνα, αυτή η σφίγγα που υποβάλλει σε τόσο σκληρή δοκιμασία το αστικό μυαλό;
«Οι προλετάριοι του Παρισιού, έλεγε η Κεντρική Επιτροπή στη διακήρυξή της της 18ης του Μάρτη, μέσα από τις αποτυχίες και τις προδοσίες των κυρίαρχων τάξεων, κατάλαβαν ότι έφτασε η ώρα να σώσουν την κατάσταση, παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημόσιων υποθέσεων… Κατάλαβαν ότι είναι επιτακτικό τους καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους και να πάρουν στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία». Μα η εργατική τάξη δεν μπορεί απλώς να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς.
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανά της –τον τακτικό στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο και τη δικαστική εξουσία, όργανα που φτιάχτηκαν σύμφωνα με το σχέδιο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας- κατάγεται από τον καιρό της απόλυτης μοναρχίας, όπου χρησίμευε στην αστική κοινωνία που γεννιόταν, σαν ισχυρό όπλο στους αγώνες της ενάντια στη φεουδαρχία. Ωστόσο, η ανάπτυξη της εμποδιζόταν από κάθε λογής μεσαιωνικά περιττά πράγματα, δικαιώματα των τσιφλικάδων και των ευγενών, τοπικά προνόμια, δημοτικά και συντεχνιακά μονοπώλια και επαρχιακούς καταστατικούς χάρτες. Η γιγάντια σκούπα της Γαλλικής Επανάστασης του 18ου αιώνα, σάρωσε όλα αυτά τα λείψανα περασμένων εποχών, και ξεκαθάρισε έτσι ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια για το χτίσιμο του οικοδομήματος του σύγχρονου κράτους. Το οικοδόμημα αυτό υψώθηκε τον καιρό της πρώτης αυτοκρατορίας, που με τη σειρά της δημιουργήθηκε από τους πολέμους του συνασπισμού της παλιάς μισοφεουδαρχικής Ευρώπης ενάντια στη σύγχρονη Γαλλία. Στις μεταγενέστερες μορφές κυριαρχίας, η κυβέρνηση μπήκε κάτω από κοινοβουλευτικό έλεγχο – δηλαδή κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ιδιοκτητριών τάξεων. Από τη μια, η κυβέρνηση εξελίχθηκε σε θερμοκήπιο κολοσσιαίων εθνικών χρεών και καταθλιπτικών φόρων και έγινε, χάρη στα ακαταμάχητα θέλγητρα της εξουσίας της, των εσόδων της και των αξιωμάτων που διέθετε, το μήλο της έριδος ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες και τους τυχοδιώκτες των κυρίαρχων τάξεων. Από την άλλη, άλλαζε ο πολιτικός της χαρακτήρας μαζί με τις οικονομικές αλλαγές της κοινωνίας. Στο μέτρο που η πρόοδος της νεότερης βιομηχανίας ανέπτυσσε, πλάταινε και βάθαινε την ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, στο ίδιο μέτρο η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας εθνικής εξουσίας του κεφαλαίου για την καταπίεση της εργατικής τάξης, μιας κοινωνικής δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας.
Ύστερα από κάθε επανάσταση, που σημείωνε μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας. Η επανάσταση του 1830 μεταβίβασε την κυβέρνηση από τους τσιφλικάδες στους κεφαλαιοκράτες, δηλαδή από τους απώτερους στους αμεσότερους αντίπαλους των εργατών. Οι αστοί δημοκράτες, που πήραν την κρατική εξουσία στο όνομα της επανάστασης του Φλεβάρη, τη χρησιμοποίησαν για να προκαλέσουν τις σφαγές του Ιούνη, για να αποδείξουν στην εργατική τάξη ότι η «κοινωνική» δημοκρατία δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την κοινωνική της υποδούλωση από τη δημοκρατία, και για να αποδείξουν στη μάζα της βασιλικής αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων ότι οι φροντίδες και τα χρηματικά οφέλη της κυβέρνησης μπορούν να ανατεθούν ήσυχα στους αστούς δημοκράτες. Ωστόσο ύστερα απ’ τη μοναδική ηρωική τους πράξη του Ιούνη, στους αστούς δημοκράτες δεν απόμεινε παρά να περάσουν από την πρώτη σειρά στις τελευταίες γραμμές του «κόμματος της τάξης» - του κόμματος που αποτελεί ένα συνασπισμό συγκροτημένο από όλες τις αντίπαλες ομάδες και μερίδες των τάξεων που ιδιοποιούνται τα αγαθά και βρίσκονται σε ανοιχτά πια εκδηλωμένη αντίθεση προς τις παραγωγικές τάξεις. Η κατάλληλη μορφή της κοινής κυβέρνησής τους ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία με πρόεδρο τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Μια κυβέρνηση απροκάλυπτης ταξικής τρομοκρατίας και εσκεμμένου εξευτελισμού του «χυδαίου όχλου». Αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν, όπως έλεγε ο Θιέρσος, «η κρατική μορφή που διαιρούσε λιγότερο από κάθε άλλη μορφή τις διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης», άνοιγε όμως αντίθετα μιαν άβυσσο ανάμεσα σ’ αυτή την τάξη και ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό που ζούσε έξω από τις αραιές γραμμές της. Οι περιορισμοί, που στις προηγούμενες κυβερνήσεις έβαζαν στην κρατική εξουσία οι διαιρέσεις μέσα σ’ αυτή την τάξη, εξαφανίστηκαν τώρα με τη συνένωσή τους. Και μπροστά στην απειλή της εξέγερσης του προλεταριάτου, η ενωμένη ιδιοκτήτρια τάξη χρησιμοποιούσε τώρα ανελέητα και αυθάδικα την κρατική εξουσία, σαν το εθνικό πολεμικό όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία. Η αδιάκοπη όμως σταυροφορία της ενάντια στις παραγωγικές μάζες δεν την υποχρέωνε μονάχα να προικίζει την εκτελεστική εξουσία με μια ολοένα μεγαλύτερη καταπιεστική δύναμη, αλλά την υποχρέωνε επίσης να απογυμνώνει σιγά σιγά και το δικό της κοινοβουλευτικό φρούριο –την εθνοσυνέλευση- απ’ όλα τα μέσα άμυνας ενάντια στην εκτελεστική εξουσία. Η εκτελεστική εξουσία, συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, πέταξε έξω τους αντιπροσώπους της ιδιοκτήτριας τάξης. Ο φυσικός απόγονος της δημοκρατίας του «κόμματος της τάξης» ήταν η δεύτερη αυτοκρατορία.
Η αυτοκρατορία, με πιστοποιητικό γεννήσεως το πραξικόπημα, με επικύρωση το γενικό εκλογικό δικαίωμα και με σκήπτρο το σπαθί, ισχυριζόταν ότι στηρίζεται στους αγρότες, στις πλατιές εκείνες μάζες των παραγωγών που δεν ήταν άμεσα μπλεγμένοι στον αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Ισχυριζόταν ότι σώζει την εργατική τάξη, τσακίζοντας τον κοινοβουλευτισμό και μαζί του την απροκάλυπτη υποταγή της κυβέρνησης στις κατέχουσες τάξεις. Ισχυριζόταν ότι σώζει τις κατέχουσες τάξεις με το ξαναζωντάνεμα της χίμαιρας της εθνικής δόξας. Στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή που η αστική τάξη είχε χάσει πια την ικανότητα να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποχτήσει αυτή την ικανότητα. Όλος ο κόσμος επευφήμησε την αυτοκρατορία σαν σωτήρα της κοινωνίας. Κάτω απ’ την κυριαρχία της, η αστική κοινωνία, απαλλαγμένη απ’ όλες τις πολιτικές φροντίδες, έφτασε σε τέτοιο σημείο ανάπτυξης που δεν το φανταζόταν ούτε η ίδια. Η βιομηχανία της, το εμπόριό της, πήραν κολοσσιαίες διαστάσεις. Η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία έκανε κοσμοπολιτικά όργια. Η αθλιότητα των μαζών ξεχώριζε χτυπητά πλάι στην ξεδιάντροπη λαμπρότητα μιας φανταχτερής παραφουσκωμένης και διεφθαρμένης πολυτέλειας. Η ίδια η κρατική εξουσία, που φαινομενικά κρεμόταν πολύ πάνω απ’ την κοινωνία, ήταν ωστόσο το προκλητικότερο σκάνδαλο αυτής της κοινωνίας και ταυτόχρονα η εστία όλης της διαφθοράς της. Η δική της η σαπίλα και η σαπίλα της κοινωνίας που είχε σώσει, αποκαλύφθηκε από τις λόγχες της Πρωσίας, που κι αυτή φλεγόταν από την επιθυμία να μεταφέρει το κέντρο βάρους αυτού του καθεστώτος από το Παρίσι στο Βερολίνο. Ο αυτοκρατορισμός και η τελική μορφή της κρατικής εξουσίας, που την είχε δημιουργήσει η γεννώμενη αστική κοινωνία σαν ένα όργανο για τη δική της χειραφέτηση από τη φεουδαρχία και την οποία η ολότελα ανεπτυγμένη αστική κοινωνία τη μετάτρεψε σε όργανο για την υποδούλωση της εργασίας από το κεφάλαιο.
Η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα. Η φωνή για «κοινωνική δημοκρατία» με την οποία το προλεταριάτο του Παρισιού είχε αρχίσει την επανάσταση του Φλεβάρη, εξέφραζε μόνο τον ακαθόριστο πόθο για μια δημοκρατία που δε θα παραμέριζε μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, αλλά κι αυτή την ίδια την ταξική κυριαρχία. Η Κομμούνα ήταν η καθορισμένη μορφή αυτής της δημοκρατίας.
Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία με τα πανταχού παρόντα όργανά της –τον τακτικό στρατό, την αστυνομία, τη γραφειοκρατία, τον κλήρο και τη δικαστική εξουσία, όργανα που φτιάχτηκαν σύμφωνα με το σχέδιο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας- κατάγεται από τον καιρό της απόλυτης μοναρχίας, όπου χρησίμευε στην αστική κοινωνία που γεννιόταν, σαν ισχυρό όπλο στους αγώνες της ενάντια στη φεουδαρχία. Ωστόσο, η ανάπτυξη της εμποδιζόταν από κάθε λογής μεσαιωνικά περιττά πράγματα, δικαιώματα των τσιφλικάδων και των ευγενών, τοπικά προνόμια, δημοτικά και συντεχνιακά μονοπώλια και επαρχιακούς καταστατικούς χάρτες. Η γιγάντια σκούπα της Γαλλικής Επανάστασης του 18ου αιώνα, σάρωσε όλα αυτά τα λείψανα περασμένων εποχών, και ξεκαθάρισε έτσι ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια για το χτίσιμο του οικοδομήματος του σύγχρονου κράτους. Το οικοδόμημα αυτό υψώθηκε τον καιρό της πρώτης αυτοκρατορίας, που με τη σειρά της δημιουργήθηκε από τους πολέμους του συνασπισμού της παλιάς μισοφεουδαρχικής Ευρώπης ενάντια στη σύγχρονη Γαλλία. Στις μεταγενέστερες μορφές κυριαρχίας, η κυβέρνηση μπήκε κάτω από κοινοβουλευτικό έλεγχο – δηλαδή κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ιδιοκτητριών τάξεων. Από τη μια, η κυβέρνηση εξελίχθηκε σε θερμοκήπιο κολοσσιαίων εθνικών χρεών και καταθλιπτικών φόρων και έγινε, χάρη στα ακαταμάχητα θέλγητρα της εξουσίας της, των εσόδων της και των αξιωμάτων που διέθετε, το μήλο της έριδος ανάμεσα στις αντίπαλες ομάδες και τους τυχοδιώκτες των κυρίαρχων τάξεων. Από την άλλη, άλλαζε ο πολιτικός της χαρακτήρας μαζί με τις οικονομικές αλλαγές της κοινωνίας. Στο μέτρο που η πρόοδος της νεότερης βιομηχανίας ανέπτυσσε, πλάταινε και βάθαινε την ταξική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, στο ίδιο μέτρο η κρατική εξουσία έπαιρνε όλο και περισσότερο το χαρακτήρα μιας εθνικής εξουσίας του κεφαλαίου για την καταπίεση της εργατικής τάξης, μιας κοινωνικής δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, το χαρακτήρα μιας μηχανής ταξικής κυριαρχίας.
Ύστερα από κάθε επανάσταση, που σημείωνε μια πρόοδο της ταξικής πάλης, προβάλλει όλο και πιο ανοιχτά ο καθαρά καταπιεστικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας. Η επανάσταση του 1830 μεταβίβασε την κυβέρνηση από τους τσιφλικάδες στους κεφαλαιοκράτες, δηλαδή από τους απώτερους στους αμεσότερους αντίπαλους των εργατών. Οι αστοί δημοκράτες, που πήραν την κρατική εξουσία στο όνομα της επανάστασης του Φλεβάρη, τη χρησιμοποίησαν για να προκαλέσουν τις σφαγές του Ιούνη, για να αποδείξουν στην εργατική τάξη ότι η «κοινωνική» δημοκρατία δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την κοινωνική της υποδούλωση από τη δημοκρατία, και για να αποδείξουν στη μάζα της βασιλικής αστικής τάξης και των γαιοκτημόνων ότι οι φροντίδες και τα χρηματικά οφέλη της κυβέρνησης μπορούν να ανατεθούν ήσυχα στους αστούς δημοκράτες. Ωστόσο ύστερα απ’ τη μοναδική ηρωική τους πράξη του Ιούνη, στους αστούς δημοκράτες δεν απόμεινε παρά να περάσουν από την πρώτη σειρά στις τελευταίες γραμμές του «κόμματος της τάξης» - του κόμματος που αποτελεί ένα συνασπισμό συγκροτημένο από όλες τις αντίπαλες ομάδες και μερίδες των τάξεων που ιδιοποιούνται τα αγαθά και βρίσκονται σε ανοιχτά πια εκδηλωμένη αντίθεση προς τις παραγωγικές τάξεις. Η κατάλληλη μορφή της κοινής κυβέρνησής τους ήταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία με πρόεδρο τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Μια κυβέρνηση απροκάλυπτης ταξικής τρομοκρατίας και εσκεμμένου εξευτελισμού του «χυδαίου όχλου». Αν η κοινοβουλευτική δημοκρατία ήταν, όπως έλεγε ο Θιέρσος, «η κρατική μορφή που διαιρούσε λιγότερο από κάθε άλλη μορφή τις διάφορες ομάδες της άρχουσας τάξης», άνοιγε όμως αντίθετα μιαν άβυσσο ανάμεσα σ’ αυτή την τάξη και ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό που ζούσε έξω από τις αραιές γραμμές της. Οι περιορισμοί, που στις προηγούμενες κυβερνήσεις έβαζαν στην κρατική εξουσία οι διαιρέσεις μέσα σ’ αυτή την τάξη, εξαφανίστηκαν τώρα με τη συνένωσή τους. Και μπροστά στην απειλή της εξέγερσης του προλεταριάτου, η ενωμένη ιδιοκτήτρια τάξη χρησιμοποιούσε τώρα ανελέητα και αυθάδικα την κρατική εξουσία, σαν το εθνικό πολεμικό όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία. Η αδιάκοπη όμως σταυροφορία της ενάντια στις παραγωγικές μάζες δεν την υποχρέωνε μονάχα να προικίζει την εκτελεστική εξουσία με μια ολοένα μεγαλύτερη καταπιεστική δύναμη, αλλά την υποχρέωνε επίσης να απογυμνώνει σιγά σιγά και το δικό της κοινοβουλευτικό φρούριο –την εθνοσυνέλευση- απ’ όλα τα μέσα άμυνας ενάντια στην εκτελεστική εξουσία. Η εκτελεστική εξουσία, συγκεντρωμένη στο πρόσωπο του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, πέταξε έξω τους αντιπροσώπους της ιδιοκτήτριας τάξης. Ο φυσικός απόγονος της δημοκρατίας του «κόμματος της τάξης» ήταν η δεύτερη αυτοκρατορία.
Η αυτοκρατορία, με πιστοποιητικό γεννήσεως το πραξικόπημα, με επικύρωση το γενικό εκλογικό δικαίωμα και με σκήπτρο το σπαθί, ισχυριζόταν ότι στηρίζεται στους αγρότες, στις πλατιές εκείνες μάζες των παραγωγών που δεν ήταν άμεσα μπλεγμένοι στον αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία. Ισχυριζόταν ότι σώζει την εργατική τάξη, τσακίζοντας τον κοινοβουλευτισμό και μαζί του την απροκάλυπτη υποταγή της κυβέρνησης στις κατέχουσες τάξεις. Ισχυριζόταν ότι σώζει τις κατέχουσες τάξεις με το ξαναζωντάνεμα της χίμαιρας της εθνικής δόξας. Στην πραγματικότητα, η αυτοκρατορία ήταν η μόνη δυνατή μορφή διακυβέρνησης σε μια εποχή που η αστική τάξη είχε χάσει πια την ικανότητα να κυβερνά το έθνος και η εργατική τάξη δεν είχε ακόμα αποχτήσει αυτή την ικανότητα. Όλος ο κόσμος επευφήμησε την αυτοκρατορία σαν σωτήρα της κοινωνίας. Κάτω απ’ την κυριαρχία της, η αστική κοινωνία, απαλλαγμένη απ’ όλες τις πολιτικές φροντίδες, έφτασε σε τέτοιο σημείο ανάπτυξης που δεν το φανταζόταν ούτε η ίδια. Η βιομηχανία της, το εμπόριό της, πήραν κολοσσιαίες διαστάσεις. Η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία έκανε κοσμοπολιτικά όργια. Η αθλιότητα των μαζών ξεχώριζε χτυπητά πλάι στην ξεδιάντροπη λαμπρότητα μιας φανταχτερής παραφουσκωμένης και διεφθαρμένης πολυτέλειας. Η ίδια η κρατική εξουσία, που φαινομενικά κρεμόταν πολύ πάνω απ’ την κοινωνία, ήταν ωστόσο το προκλητικότερο σκάνδαλο αυτής της κοινωνίας και ταυτόχρονα η εστία όλης της διαφθοράς της. Η δική της η σαπίλα και η σαπίλα της κοινωνίας που είχε σώσει, αποκαλύφθηκε από τις λόγχες της Πρωσίας, που κι αυτή φλεγόταν από την επιθυμία να μεταφέρει το κέντρο βάρους αυτού του καθεστώτος από το Παρίσι στο Βερολίνο. Ο αυτοκρατορισμός και η τελική μορφή της κρατικής εξουσίας, που την είχε δημιουργήσει η γεννώμενη αστική κοινωνία σαν ένα όργανο για τη δική της χειραφέτηση από τη φεουδαρχία και την οποία η ολότελα ανεπτυγμένη αστική κοινωνία τη μετάτρεψε σε όργανο για την υποδούλωση της εργασίας από το κεφάλαιο.
Η ανακήρυξη της Κομμούνας Παρίσι, 28 Μαρτίου 1871
Η άμεση αντίθεση της αυτοκρατορίας ήταν η Κομμούνα. Η φωνή για «κοινωνική δημοκρατία» με την οποία το προλεταριάτο του Παρισιού είχε αρχίσει την επανάσταση του Φλεβάρη, εξέφραζε μόνο τον ακαθόριστο πόθο για μια δημοκρατία που δε θα παραμέριζε μόνο τη μοναρχική μορφή της ταξικής κυριαρχίας, αλλά κι αυτή την ίδια την ταξική κυριαρχία. Η Κομμούνα ήταν η καθορισμένη μορφή αυτής της δημοκρατίας.
Το Παρίσι, το κέντρο και η έδρα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας και ταυτόχρονα το κοινωνικό κέντρο βάρους της γαλλικής εργατικής τάξης, είχε πάρει τα όπλα ενάντια στην απόπειρα του Θιέρσου και των γαιοκτημόνων του να παλινορθώσουν και να διαιωνίσουν αυτή την παλιά κυβερνητική εξουσία που τους είχε κληροδοτήσει η αυτοκρατορία. Το Παρίσι μπόρεσε ν’ αντισταθεί μόνο και μόνο γιατί, εξαιτίας της πολιορκίας, είχε απαλλαχθεί από το στρατό, που τον είχε αντικαταστήσει με μια εθνοφυλακή που αποτελούνταν κυρίως από εργάτες. Γι’ αυτό, το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάστασή του με τον οπλισμένο λαό.
Η Κομμούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελούνταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα δε επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό αλλά ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τότε ήταν το όργανο της κεντρικής κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομμούνας, που μπορούσε να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ’ όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομμούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους, η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς. Όλα τα αποχτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους καταργήθηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους. Οι δημόσιες θέσεις έπαψαν να είναι ατομική ιδιοκτησία των βοηθών της κεντρικής κυβέρνησης. Όχι μόνο η διοίκηση του δήμου, αλλά και όλα τα καθήκοντα που ως τότε εξασκούσε το κράτος, πέρασαν στα χέρια της Κομμούνας.
Όταν παραμερίστηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα αυτά της υλικής βίας της παλιάς κυβέρνησης, η Κομμούνα καταπιάστηκε αμέσως να τσακίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων. Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησίες, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία. Οι παπάδες στάλθηκαν στην ησυχία της ατομικής ζωής, για να ζήσουν εκεί από τις ελεημοσύνες των πιστών, όπως οι πρόδρομοί τους, οι απόστολοι. Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Έτσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη ελευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία.
Οι δικαστικοί λειτουργοί έχασαν εκείνη τη φαινομενική ανεξαρτησία τους, που χρησίμευε μόνο και μόνο για να σκεπάζει τη χαμερπή τους υποταγή σε όλε τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις, στις οποίες έδιναν με τη σειρά όρκο πίστης και το αθετούσαν κάθε φορά. Όπως όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, έπρεπε στο εξής κι αυτοί να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν. Φυσικά, η Κομμούνα του Παρισιού θα χρησίμευε σαν πρότυπο για όλα τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Γαλλίας. Μόλις θα εγκαθιδρυόταν το καθεστώς της Κομμούνας στο Παρίσι και στα δευτερεύοντα κέντρα, η παλιά συγκεντρωτική κυβέρνηση θα έπρεπε και στις επαρχίες επίσης να παραχωρήσει τη θέση της στην αυτοκυβέρνηση των παραγωγών. Σ’ ένα σύντομο, πρόχειρο σχέδιο για την εθνική οργάνωση, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί παραπέρα, καθορίζεται ρητά ότι η Κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμα και του πιο μικρού χωριού και ότι στην ύπαιθρο ο τακτικός στρατός θα αντικατασταινόταν από μια λαϊκή πολιτοφυλακή με εξαιρετικά σύντομο χρόνο θητείας. Οι αγροτικές κοινότητες κάθε νομού θα διαχειρίζονταν τις κοινές τους υποθέσεις με μια συνέλευση από αντιπροσώπους τους στην πρωτεύουσα του νομού, και οι νομαρχιακές αυτές συνελεύσεις, με τη σειρά τους, θα στέλνανε βουλευτές στην εθνική αντιπροσωπεία στο Παρίσι. Οι βουλευτές θα μπορούσαν κάθε στιγμή να ανακληθούν και θα έπρεπε να δεσμεύονται από τις καθορισμένες εντολές των εκλογέων τους. Οι λίγες μα σπουδαίες λειτουργίες που θα απόμεναν για την κεντρική κυβέρνηση δε θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους. Η ενότητα του έθνους δε θα έσπαζε, αλλά, αντίθετα, θα οργανωνόταν με το καθεστώς της Κομμούνας και θα γινόταν πραγματικότητα με την εκμηδένιση της κρατικής εκείνης εξουσίας που παρουσιαζόταν σαν η ενσάρκωση αυτής της ενότητας, που ήθελε όμως να είναι ανεξάρτητη και ανώτερη από το ίδιο το έθνος. Στην πραγματικότητα, η κρατική εξουσία δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Ενώ το ζήτημα ήταν να περικόψουν απλώς τα καταπιεστικά όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, να αποσπάσουν τις δικαιολογημένες λειτουργίες της από μια εξουσία που είχε την αξίωση να στέκεται πάνω από την κοινωνία και να τις ξαναδώσουν στους υπεύθυνους υπηρέτες της κοινωνίας. Αντί να αποφασίζεται μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια πιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη Βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη για να αναζητεί εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρησή του. Και είναι αρκετά γνωστό ότι τόσο οι εταιρείες όσο και τα άτομα, όταν πρόκειται για τις πραγματικές υποθέσεις τους, ξέρουν συνήθως να βρίσκουν και να τοποθετούν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και, αν καμιά φορά γελαστούν, τότε ξέρουν πως θα επανορθώσουν γρήγορα το λάθος τους. Απ’ την άλλη μεριά, τίποτε δεν μπορούσε να είναι πιο ξένο με το πνεύμα της Κομμούνας όσο η αντικατάσταση του γενικού εκλογικού δικαιώματος με τον ιεραρχικό διορισμό των υπαλλήλων.
Πηγή : socialistikiprooptiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου