Σχόλιο από το «Ξεκίνημα»
Χτες 25/1, κυρώθηκε στην Ελληνική βουλή η Συμφωνία των Πρεσπών με 153 ψήφους υπέρ έναντι 146 κατά, και 1 «παρών». Με αυτό τον τρόπο, και μετά τις αντίστοιχες διαδικασίες που έχουν γίνει και στην Βόρεια Μακεδονία, φαίνεται να κλείνει μια διαμάχη μεταξύ των δύο κρατών όσον αφορά το όνομα, διαμάχη που κράτησε περίπου 25 χρόνια.
Η σύνθετη ονομασία δεν παραχαράσσει την ιστορία
Το ζήτημα για την ονομασία του γειτονικού κράτους ξεκίνησε όταν μετά την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας έγινε προσπάθεια συγκρότησης κρατικής οντότητας στη συγκεκριμένη περιοχή. Τότε, στην Ελλάδα επικράτησε η «σκληρή» και παράλογη γραμμή για «καμία χρήση του ονόματος Μακεδονία».
Το ζήτημα για την ονομασία του γειτονικού κράτους ξεκίνησε όταν μετά την διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας έγινε προσπάθεια συγκρότησης κρατικής οντότητας στη συγκεκριμένη περιοχή. Τότε, στην Ελλάδα επικράτησε η «σκληρή» και παράλογη γραμμή για «καμία χρήση του ονόματος Μακεδονία».
Αυτή ήταν μια ανιστόρητη και επιθετική θέση, καθώς στην γεωγραφική περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας δεν ζουν μόνο Έλληνες αλλά και Σλάβοι, Αλβανοί, και άλλοι λαοί. Η ιστορική περιοχή της Μακεδονίας της εποχής του Φιλίππου σήμερα μοιράζεται ανάμεσα στην Ελλάδα (50%), στην Βόρεια Μακεδονία (40%) και στην Βουλγαρία (10%). Με αυτά τα δεδομένα, η αποκλειστική χρήση του όρου Μακεδονία από οποιοδήποτε από τα μέρη προσβάλλει τα υπόλοιπα και δημιουργεί εντάσεις.
Η προφανής λύση σε αυτό το πρόβλημα ήταν να υπάρξει κάποιος προσδιορισμός στην χρήση του ονόματος Μακεδονία. Προσδιορισμός που να αφορά είτε την εθνότητα (πχ «Ελληνική Μακεδονία», «Σλαβική Μακεδονία» κλπ) είτε γεωγραφικός (όπως το Βόρεια Μακεδονία). Αυτή θα έπρεπε να ήταν η θέση της Αριστεράς σ’ όλη αυτή την ιστορική διαδρομή της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο χώρες. Το γεγονός ότι τη συμφωνία τελικά την υπογράφει η κυβέρνηση του Τσίπρα δεν είναι λόγος για να στέκεται απέναντί της η Αριστερά. Η Αριστερά δεν πρέπει να έχει στο μυαλό της σαν κεντρικό ζήτημα τις εσωτερικές πολιτικές διαμάχες αλλά τα βήματα που μπορούν να βοηθήσουν τους δύο λαούς και τα εργατικά κινήματα να έρθουν πιο κοντά και να χτίσουν κοινούς αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό.
Μ’ αυτή την έννοια, η λύση αυτού του προβλήματος που ταλαιπωρούσε τις δύο χώρες για τόσο καιρό πρέπει κατ’ αρχήν να εκληφθεί ως θετική.
Υπάρχει κίνδυνος από τον «αλυτρωτισμό»;
Η αλήθεια είναι ότι, λόγω της μαζικής προπαγάνδας πολλών ΜΜΕ, της αντιπολίτευσης, εθνικιστικών κύκλων κλπ, ακόμα και σε όσους δέχονται ότι μια σύνθετη ονομασία είναι η καλύτερη λύση στο πρόβλημα, υπάρχει κάποια ανησυχία σχετικά με το κατά πόσο η χρήση ενός παραγώγου του ονόματος Μακεδονία μπορεί μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον ελληνικό λαό.
Οι φόβοι αυτοί όμως είναι εντελώς αβάσιμοι: ενώ είναι γεγονός ότι ζούμε σε μια περιοχή με πολλές εθνικές εντάσεις, και με μια ιστορία αιματηρών πολέμων οποιαδήποτε ιδέα ενός επεκτατικού πολέμου της Βόρειας Μακεδονίας στην Ελλάδα είναι εντελώς ανεδαφική. Η Ελλάδα είναι σαφώς η ισχυρότερη χώρα των Βαλκανίων οικονομικά, στρατιωτικά και από άποψη διεθνών σχέσεων, και δεν μπορεί να συζητιέται σοβαρά ένα τέτοιο θέμα. Χαρακτηριστικά, το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι 20 φορές το ΑΕΠ της Βόρειας Μακεδονίας, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί περίπου 65 φορές μεγαλύτεροι, οι ενεργοί στρατιώτες πάνω από 20 φορές περισσότεροι, τα πολεμικά αεροσκάφη σχεδόν 40 φορές και τα άρματα μάχης σχεδόν 45 φορές περισσότερα!
Από την άλλη είναι φυσικό να υπάρχουν προβληματισμοί για την περίπτωση που η Βόρεια Μακεδονία έχει την στήριξη κάποιου ισχυρότερου από την Ελλάδα κράτους, όπως η Τουρκία.
Όντως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποκλειστεί στο μέλλον, στα πλαίσια των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή. Αυτό όμως δεν έχει στην πραγματικότητα καμία σχέση με την ονομασία. Μπορεί να προκύψει μέσα από μια ανατροπή των γεωπολιτικών ισοζυγίων στην περιοχή, όποιο όνομα και αν έχει η Β. Μακεδονία.
Το ερώτημα, επομένως, είναι πως μπορούμε να δουλέψουμε στην κατεύθυνση της αποφυγής μιας τέτοιας εξέλιξης και για την ειρήνη στην περιοχή. Και αυτό που μπορούμε να κάνουμε, σαν Αριστερά και εργατικά κινήματα, είναι να φροντίσουμε να καλλιεργηθεί ένα κλίμα φιλίας που να μην επιτρέπει στους εθνικιστές των δύο πλευρών να βρουν έδαφος και να χτίσουμε κοινούς αγώνες και μέτωπα πάλης πάνω σε ταξική βάση και στη βάση των κοινών προβλημάτων. Σε αυτή την κατεύθυνση μια αμοιβαία αποδεκτή λύση στο θέμα του ονόματος δεν οξύνει αλλά απομακρύνει τους μελλοντικούς κινδύνους για την ειρήνη.
Γλώσσα και εθνότητα
Η Νέα Δημοκρατία, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο γραμμές στο εσωτερικό της προκειμένου να μην διασπαστεί, προσπαθεί τις τελευταίες μέρες να μεταφέρει την συζήτηση για από το θέμα του ονόματος στο θέμα της γλώσσας και την ιθαγένειας.
Προσπαθεί με αυτόν τον τρόπο να μας πείσει ότι αυτά τα δύο στοιχεία μπορεί να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ελλάδας. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έχουν ουσιαστική βάση.
Όσον αφορά το θέμα της γλώσσας, η συμφωνία ορίζει ότι η γλώσσα που μιλάνε οι Σλαβομακεδόνες (και οι άνθρωποι της σλαβομακεδονικής μειονότητας στην Φλώρινα και την Πέλλα) τα «Μακεντόνσκι», ανήκουν στην ομάδα των Νότιων Σλαβικών Γλωσσών, και άρα δεν μπαίνει θέμα κάποιου μπερδέματος με τα ελληνικά που μιλιούνται στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας.
Όσον αφορά το θέμα της εθνότητας, ορίζεται ότι
«σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας, νοείται ότι ο όρος “εθνικότητα” … ως “Μακεδονική/πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας” αναφέρεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια και δεν καθορίζει ή δεν προκαθορίζει την εθνοτική καταγωγή/εθνότητα»
Δηλαδή, ξεκαθαρίζεται ότι όταν αναφέρεται κάποιος ως «Μακεδόνας» αυτό αφορά το ότι είναι πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας και όχι το ότι ανήκει στο «έθνος» της Μακεδονίας. Έτσι, και πάλι δεν υπάρχει θέμα αποκλειστικής χρήσης μιας «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας» που θα μπορούσε εντελώς αφαιρετικά και θεωρητικά να χρησιμοποιηθεί για να υπονοηθεί ότι οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να κατοικούν στην περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας.
Παραθέτουμε αυτά τα στοιχεία όχι γιατί υπάρχουν ενδείξεις ότι η «γλώσσα» ή η «ιθαγένεια» ή ακόμα και το Σύνταγμα της γειτονικής χώρας υποκρύπτουν επιθετικά στοιχεία εναντίον της Ελλάδας, αλλά γιατί χρειάζεται μια απάντηση στην φιλολογία που έχει διακινηθεί από την ακροδεξιά, βασισμένη σε διαστρεβλώσεις και θεωρίες συνομωσίας.
Ο ρόλος του ΝΑΤΟ
Η μεγάλη πλειοψηφία της Αριστεράς, σταλινικής κυρίως προέλευσης, θεωρεί ότι πρέπει να πούμε όχι στην Συμφωνία των Πρεσπών γιατί την υποστηρίζει το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ και η ΕΕ.
Κατ’ αρχήν, αυτό από μόνο του δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές επιχείρημα. Θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε ότι από την άλλη πλευρά «Όχι» στην Συμφωνία των Πρεσπών λένε Χρυσή Αυγή, Νέα Δημοκρατία, και εθνικιστές κάθε απόχρωσης στην Ελλάδα και την Βόρεια Μακεδονία. Το να παίρνει κανείς την αντίθετη θέση από αυτή του αντιπάλου (ή των διάφορων αντιπάλων) δεν επαρκεί. Η θέση που πρέπει να πάρει η Αριστερά πρέπει να βασιστεί στην δική της ανεξάρτητη τοποθέτηση με γνώμονα τα συμφέροντα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων.
Θα λύσει η συμφωνία των Πρεσπών μια για πάντα τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες ή τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή; Όχι ασφαλώς, όπως αναπτύσσουμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια. Όσο υπάρχει καπιταλισμός οι κίνδυνοι θα είναι παρόντες και μεγάλοι. Γι’ αυτό η όποια θετική προσέγγιση στη συμφωνία θα πρέπει αναπόφευκτα να συνοδεύεται και από έντονη κριτική.
Το ότι είμαστε θετικοί σε μια λύση του προβλήματος δεν σημαίνει φυσικά και στήριξη στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση αυτή συνεχίζει τις πολιτικές λιτότητας και κοινωνικής καταστροφής των προηγούμενων, σπιλώνει το όνομα της Αριστεράς εφαρμόζοντας καταστολή και αντιδημοκρατικές πρακτικές, και έχει γίνει το καλύτερο αποκούμπι των εγχώριων καπιταλιστών και των ΝΑΤΟΪκών ιμπεριαλιστών. Και φυσικά στεκόμαστε απέναντι της. Όπως όμως θα ήταν παραλογισμός να είμαστε ενάντια στις αυξήσεις στους μισθούς μόνο και μόνο επειδή τους δίνει μια καπιταλιστική κυβέρνηση, έτσι και είναι παραλογισμός να είμαστε κατά της λύσης ενός εθνικού προβλήματος μόνο και μόνο επειδή το λύνουν οι καπιταλιστές.
Αυτό από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε είναι να προσεγγίσουμε το θέμα από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων των δύο χωρών. Το κλείσιμο τις αντιπαράθεσης για το όνομα ευνοεί ή όχι την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων φιλίας και συνεργασίας ανάμεσα στους λαούς των δύο χωρών; Τραβάει ή όχι το χαλί κάτω από τα πόδια των εθνικιστών που πια δεν θα έχουν στον ίδιο βαθμό όσο προηγουμένως αντικείμενο παρέμβασης στην κοινωνία;
Αντιιμπεριαλιστικός αγώνας
Το κλείσιμο αυτού του θέματος ανοίγει καλύτερες ευκαιρίες για τους λαούς, τα κινήματα, τα συνδικάτα και την Αριστερά ώστε να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας, συνεργασίας και κοινών αγώνων για τα πραγματικά προβλήματα της περιοχής: ενάντια στη λιτότητα και την ανεργία, ενάντια στην καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, ενάντια στους εθνικιστές και τους πολεμοκάπηλους, ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος και την γυναικεία καταπίεση.
Ο ρόλος φυσικά του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ (αλλά και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όπως η Ρωσία που «παραδόξως» μένει έξω από το κάδρο στις αναλύσεις της σταλινικής Αριστεράς) στα Βαλκάνια πρέπει να καταγγελθεί και να πολεμηθεί. Αυτός ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας δεν σημαίνει ότι πρέπει να συνεπάγεται με μια επιμονή να μην λυθεί το θέμα του ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας μόνο και μόνο γιατί οι ΗΠΑ για δικούς τους λόγους θέλουν να φύγει το συγκεκριμένο θέμα από τη μέση.
Η ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ δεν πρόκειται να φέρει λύσεις στα προβλήματα του λαού της γειτονικής χώρας, όπως φαίνεται να πιστεύει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της. Και πρέπει η Αριστερά της χώρας μας να προσπαθήσει να πείσει τους Βορειο-Μακεδόνες γείτονές μας ότι μια τέτοια επιλογή είναι λαθεμένη. Πρέπει όμως οι ίδιοι να αποφασίσουν για αυτό το θέμα. Το να πιέζει η ελληνική Αριστερά την αστική τάξη της Ελλάδας να συνεχίζει να ασκεί βέτο εμποδίζοντας την είσοδο της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, επιβάλλοντας έτσι με την δύναμη του ισχυρού την θέληση των Ελλήνων εθνικιστών στο όνομα του «αντιιμπεριαλισμού» μας «ξεπερνά» σαν μέθοδος σκέψης. Ασφαλώς, από την άλλη, αυτό το στοιχείο κάνει την κριτική στη συμφωνία ακόμα πιο έντονη, όμως δεν μπορεί αυτό να είναι το καθοριστικό.
Κοινοί αγώνες η μόνη ελπίδα
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι μια σημερινή λύση στο θέμα του ονόματος θα σημαίνει γενική λύση όλων των προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών. Στον καπιταλισμό, όπου τα κράτη βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, ακόμα και «λυμένα» εθνικά προβλήματα μπορούν να αναζωπυρωθούν σε μια επόμενη φάση και να απειλήσουν ξανά την ειρήνη.
Για να αποφευχθεί μια νέα όξυνση των σχέσεων στο μέλλον πρέπει να αξιοποιηθεί το θετικό κλίμα που μπορεί δυνητικά να δημιουργηθεί τώρα για να παρθούν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Η Αριστερά, τα συνδικάτα σε επίπεδο βάσης και τα κινήματα πρέπει να έρθουν σε επαφή με τους αντίστοιχους φορείς της Βόρειας Μακεδονίας και να καταθέσουν ένα σχέδιο κοινών αγώνων. Υπάρχουν ελληνικές επιχειρήσεις και στις δύο χώρες και μπορεί να συντονιστούν οι εργατικοί αγώνες σε αυτές. Υπάρχει το θέμα των εξορύξεων χρυσού και στις δύο χώρες και πρέπει να οργανωθεί κοινός αγώνας ενάντια στις πολυεθνικές. Η ΕΕ επιβάλλει και θα επιβάλλει και στους δύο λαούς πολιτικές λιτότητας ενάντια στις οποίες μπορούν να δοθούν κοινές μάχες. Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα κοινών αγώνων που μπορούν να δοθούν.
Και τελικά, μόνο με τον κοινό αγώνα για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας στην Ελλάδα, τη Β. Μακεδονία και όλες τις χώρες των Βαλκανίων μπορούν να ξεκινήσουν να λύνονται πραγματικά τα προβλήματα, μόνο στα πλαίσια αυτού του αγώνα μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αντιπαράθεση με τους εθνικιστές, τους καπιταλιστές και τους ιμπεριαλιστές που επιβουλεύονται το μέλλον μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου