Ζούμε την εποχή που τέλειωσαν οι «κανονικότητες». Αυτό είναι ένα
προφανές συμπέρασμα των αποτελεσμάτων των τριπλών εκλογών της 26ης Μάη
στην Ελλάδα αλλά και των ευρωεκλογών στην Ευρώπη. Ακόμα και στις
ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις (Γαλλία, Αγγλία, στον κουρελή ιμπεριαλισμό
της Ιταλίας, αλλά και στη Γερμανία) και τα δεξιά και τα
σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του συστήματος αποδυναμώνονται και βρίσκονται
σε κρίση. Αυτή η κρίση απηχεί τα αδιέξοδα και τις οξυμένες αντιθέσεις
των ιμπεριαλιστών, που στις ίδιες τους τις έδρες δεν μπορούν να
διασφαλίσουν ένα πλαίσιο σταθερότητας για τα μεσαία και τα λαϊκά
στρώματα. Και αυτό που αναζητούν, αυτό που απασχολεί τις κυρίαρχες
αστικές ιμπεριαλιστικές τάξεις στην Ευρώπη, δεν είναι «αν θέλουν» τον
ιμπεριαλιστικό συνασπισμό που οι ίδιες συγκρότησαν.
Είναι το πώς θα τον
χρησιμοποιήσουν, ο καθένας για τα δικά του συμφέροντα, απέναντι στους
άλλους και σε έναν κόσμο στον οποίο ξανά η Ευρώπη και η Ευρασία γίνεται
το θέατρο μιας παγκόσμιας σύγκρουσης. Γιατί, σε αυτή την κατεύθυνση
οδηγούν οι πολιτικές των ΗΠΑ (από το ζήτημα του Ιράν ως τον «εμπορικό
πόλεμο»), οι απαντήσεις και οι επιδιώξεις του ρώσικου ιμπεριαλισμού αλλά
και το ταξίδι εξόδου του κινέζικου ιμπεριαλισμού από την περιφέρειά του
προς την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο.
Στην Ελλάδα των πολλών αφεντάδων, στην Ελλάδα παράρτημα των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων και βάση των σχεδίων και των πολέμων των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, στην Ελλάδα της εξαθλίωσης και της ανεργίας, στην Ελλάδα που το ανερμάτιστο αστικό πολιτικό προσωπικό ψάχνει να βρει γραμμή μέσα στην ομίχλη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, είναι ακόμα πιο οξυμένη αυτή η αναταραχή. Στις κάλπες της 26ης Μάη, εκδηλώθηκε και καταγράφηκε σε σημαντικό βαθμό, αλλά ακόμα δεν τα έχουμε δει όλα! Πάντως ήταν αρκετή «μια Κυριακή» για να χτυπηθεί βαριά –αν όχι να κονιορτοποιηθεί- το αφήγημα της «περιόδου σταθερότητας και ανάπτυξης» στην οποία τάχα μπήκαμε από τον περασμένο Αύγουστο. Τώρα μαζί με το ερώτημα «ποιος θα κυβερνά αυτή τη χώρα» υπάρχει το ερώτημα «τι θα λένε στο λαό οι κυβερνήτες αυτής της χώρας».
Αυτό που δεν θέλει ερώτημα είναι η πολιτική κατεύθυνση των εξελίξεων: πιο δεξιά, πιο αντιδραστικά, πιο αντιλαϊκά και αντεργατικά. Και η αναγκαιότητα που είναι πιο φανερή από τον ήλιο –αλλά πολιτικά «παράνομη» για το σύστημα και ταυτόχρονα «ξένη» για τις κυρίαρχες δυνάμεις και αντιλήψεις στην Αριστερά- είναι μια: να βγει ο λαός στο δρόμο του αγώνα! Να ανοίξει το δικό του δρόμο της αντίστασης και της διεκδίκησης. Να αναδείξει ως προοπτική της πάλης του τη μόνη διέξοδο από αυτή τη βαρβαρότητα: την ανεξαρτησία και το σοσιαλισμό!
«Αιφνιδιασμοί» και πραγματικότητες
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών –αλλά και στις άλλες κάλπες- είναι αναμφίβολα βαριά ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Από πολλές πλευρές και με διάφορες και διαφορετικές αφετηρίες, τίθεται το ερώτημα του πόσο «αιφνίδιο» και «μη αναμενόμενο» ήταν το αποτέλεσμα αυτό, καθώς τις τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες με την «καταιγίδα ψίχουλων και υποσχέσεων» της κυβερνητικής προπαγάνδας, η διαφορά «φαινόταν» να είναι μικρή και πάντως όχι 9,5 μονάδες. Αυτή η αίσθηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η υποτίμηση της κυβέρνησης απέναντι στο λαό, που ήθελε να τον αντιμετωπίζει σαν τον «ιθαγενή των αποικιών», που θα εντυπωσιαζόταν από τα επιδόματα που βαφτίζονται συντάξεις και τη μείωση του ΦΠΑ, ενώ είναι άνεργος ή εργαζόμενος των 300 ευρώ!
Αλλά οι αιτίες του αποτελέσματος ούτε αρχίζουν ούτε τελειώνουν στους προεκλογικούς κυβερνητικούς χειρισμούς Και αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πράγματι αιφνιδιάστηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα, τότε απλώς υποτίμησε το έργο της! Το έργο που πραγματοποίησε πάνω στις πλάτες -αλλά και στις συνειδήσεις- του λαού τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το είχε να το καμαρώνει –προς τα ξένα και ντόπια αφεντικά- πως είναι η μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση, πως περνάει όλα τα μέτρα και τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα η χώρα έχει πολιτική σταθερότητα. Έτσι ήταν, αλλά ταυτόχρονα το καζάνι σιγόβραζε από κάτω. Γιατί η «τίμια» επιλογή –όπως ο ΣΥΡΙΖΑ την εμφανίζει– να κάνει εκλογές το Σεπτέμβρη του 2015 για να πάρει εντολή ως μνημονιακή και όχι ως «αντι-μνημονιακή» κυβέρνηση, κάθε άλλο παρά σήμαινε συγχωροχάρτι από το λαό για όλα τα χτυπήματα που θα δεχόταν. Παράλληλα όμως με τα «μνημόνια», δηλαδή τον ορυμαγδό των αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησε στην προώθηση και υπηρέτηση των «γεωπολιτικών μνημονίων» για λογαριασμό των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Το μείγμα έγινε εκρηκτικό, καθώς στο λαό έγινε κοινός τόπος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο καλύτερος υπηρέτης όλων των μεγάλων αφεντάδων. Γι’ αυτό δεν περνούσε και έχει πολύ μικρή ισχύ -όπως βεβαίωσαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών- το κυβερνητικό παραμύθι ότι μετά τον Αύγουστο βγήκαμε από τα μνημόνια και πάμε σε πολιτικές «υπέρ των πολλών».
Ότι όλα αυτά εξελίσσονταν σε ένα τοπίο απουσίας αγώνων, αντιστάσεων, διεκδικήσεων, με το λαό και τη νεολαία στη γωνία, με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες φρουρό και στήριγμα του αντιλαϊκού κυβερνητικού έργου, ήταν κι αυτό επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτός ο πνιγμός των διαθέσεων, της ανάγκης να εκδηλωθεί η οργή των μαζών με όρους πάλης, σε πολιτικό επίπεδο σε μια και μόνο μια κατεύθυνση μπορούσε να οδηγήσει: στην ενίσχυση των δεξιών, αντιδραστικών, φασίζουσων και εθνικιστικών δυνάμεων. Αυτό ακριβώς καταγράφηκε στα αποτελέσματα της 26ης Μάη. Πριν από όλα, καταγράφηκε στο αποτέλεσμα της ΝΔ, που ενώ κλιμάκωσε προεκλογικά τις πιο αντιλαϊκές διακηρύξεις και πολιτικές, δεν «δυσκολεύτηκε» να εισπράξει την οργή για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, κατάφερε -με την πολύτιμη, ωστόσο, σύμπραξη και άλλων δυνάμεων, όπως θα δούμε παρακάτω- να μην προκαλεί οργή σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα η πολιτική που εξαγγέλλει η ΝΔ και ο Μητσοτάκης.
Παράλληλα, το ψαλίδισμα της φασιστικής ΧΑ δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να κρύψει ότι συνολικά οι φασιστικές, φασίζουσες και εθνικιστικές δυνάμεις εμφανίζονται ισχυροποιημένες στα αποτελέσματα της 26/5. Το ψαλίδισμα αυτό προέκυψε κυρίως από τις επιλογές του συστήματος, ακριβώς γιατί η ΧΑ δεν του είναι κυβερνητικά χρήσιμη και γίνεται στα πλαίσια της επιχείρησης διαμόρφωσης ενός «εύσχημου και πολιτικού» ακροδεξιού δυναμικού που θα μπορεί, αν χρειαστεί, να συμπράξει ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο. Και είναι προφανές ότι και στο ζήτημα αυτό, πριν από όλα η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε τον τροφοδότη αυτών των διεργασιών που τις ζήσαμε έντονα όλο το 2018 και αποτέλεσαν και τον καταλύτη για τη διάλυση των κομμάτων ειδικής χρήσης (ΑΝΕΛ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) το τελευταίο διάστημα.
Τέλος, μέσα στο έργο του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται και η «αναστύλωση» ή έστω το σταμάτημα της κατρακύλας του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, που επιχειρεί να εμφανιστεί ακόμα και ως «αντίποδας» της πολιτικής της ΝΔ, ενώ οι ευρύτερες φιλοδοξίες του συνδέονται με το ερώτημα του «δεύτερου πυλώνα». Γιατί πλέον, στις εκλογές της 7ης Ιούλη, για τον ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται το αν θα επιβεβαιώσει τη θέση του βασικού κορμού του δεύτερου πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Η σύμπραξη της… Αριστεράς!
Συνεπώς τα αποτελέσματα των εκλογών δεν διαμορφώθηκαν στην προεκλογική περίοδο αλλά σε όλο το διάστημα από το 2015 ως σήμερα. Και όπως ήδη αναφέραμε, στις εξελίξεις όλου αυτού του διαστήματος ο πρωταγωνιστής του, ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε πολύτιμους συνεργάτες. Η συνεργασία αυτή ή αλλιώς η πολιτική συνενοχή μιας σειράς δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, αναδεικνύεται και από τα ίδια τα αποτελέσματα των εκλογών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, στις ευρωεκλογές της 26/5 έχασε περίπου 560.000 ψήφους σε σχέση με τις βουλευτικές του Σεπτέμβρη του 2015 και ταυτόχρονα το ΚΚΕ κατέγραψε «σταθερότητα», όπως λέει η αμίμητη ανακοίνωση της ΚΕ του κόμματος αυτού. Δηλαδή, παίρνει τους ίδιους ψήφους με αυτούς που είχε στις βουλευτικές του Σεπτέμβρη του 2015 και περίπου 50.000 λιγότερες ψήφους από αυτές που είχε στις ευρωεκλογές του 2014. Ανάλογα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χάνει περίπου 5.000 ψήφους από τις ευρωεκλογές του 2014 και σχεδόν 10.000 ψήφους από τις βουλευτικές του Σεπτέμβρη του 2015. Ακόμα πιο θεαματική και γλαφυρή είναι η περίπτωση της ΛΑΕ, που από τους 155.00 ψήφους του Σεπτέμβρη του 2015 πέφτει στις 31.000 τώρα! Την ίδια ώρα, το κόμμα του Βαρουφάκη φτάνει στο 3% (169.000 ψήφους) και η Κωνσταντοπούλου στο 1.68% με 91.000 ψήφους!
Τα δεδομένα είναι πολλά και ανάγλυφα για να προσπεραστούν ως «παραδοξότητες» και «συγκυριακές αδυναμίες» και με δεδομένο ότι οι δυνάμεις αυτές που αναφέρονται στην Αριστερά επέλεξαν -για άλλη μια φορά- να σταθούν απέναντι από το ρεύμα της αποχής στις ευρωεκλογές και με τον πιο πομπώδη τρόπο (πάμε για μια «μεγάλη νίκη του λαού», «αντάρτικη ψήφος» κ.λπ.) να αρπάξουν την «ευκαιρία» της χαλαρής ψήφου για να πραγματοποιήσουν ένα μεγάλο -για τα μέτρα της κάθε μιας- εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό που πριν από όλα αποδεικνύεται -αφήνοντας προς το παρόν στην άκρη το πολιτικό ζήτημα της συμμετοχής στις ευρωεκλογές- είναι ότι «ευκαιρία» δεν υπήρχε! Γιατί αν κάτι ξέρουν να κάνουν καλά αυτές οι δυνάμεις, αυτό είναι ο εκλογικός αγώνας. Και επίσης, γιατί κάθε άλλο παρά τους λείπει το απαιτούμενο οργανωτικό δίκτυο -πάλι ανάλογα με τα μέτρα της κάθε μιας- για να τον διεξάγουν.
Ευκαιρία δεν υπήρχε γιατί με την πολιτική τους και την πρακτική τους στο κίνημα όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας αριστερής και αγωνιστικής κατεύθυνσης την οποία τώρα θα ήθελαν να εισπράξουν. Ιδιαίτερα η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν από τη μια πολιτική άρνησης-εναντίωσης στους αγώνες και προβολή –μέσω βροχής τροπολογιών στη Βουλή- ενός μοντέλου «αριστερού ΣΥΡΙΖΑ», αυτού, δηλαδή, που έχει ηττηθεί στη συνείδηση του λαού. Από την άλλη, η γραμμή του κόμματος αυτού στα εθνικά λεγόμενα ζητήματα και στο προσφυγικό ήταν και είναι γραμμή ουράς στην αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό, γραμμή που ευνόησε τις ακροδεξιές-εθνικιστικές δυνάμεις, όπως καταγράφεται –και σε βάρος του– στα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στα νησιά του Αιγαίου.
Από την άλλη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένοντας στο «όραμα» (!!) μιας άλλης μεταβατικής κυβέρνησης, λειτούργησε όλα αυτά τα χρόνια ως η «αριστερή πίεση-καταγγελία» του ΣΥΡΙΖΑ, που κάθε άλλο παρά μπορούσε να συγκροτήσει και να απελευθερώσει δυνάμεις πάλης.
Ακόμα πιο τρανταχτή περίπτωση είναι βέβαια η κατάρρευση της ΛΑΕ, που από το καλοκαίρι του 2015 ως τώρα επιχείρησε να συνδυάσει τις πιο διαλυτικές αυταπάτες για το κίνημα με ισχυρές δόσεις εθνικισμού. Κατάφερε, δηλαδή, μέσα σε 4 μόλις χρόνια, από εκεί που εμφανιζόταν ως μια δύναμη έως και… κυβερνητικού βεληνεκούς και σε κάθε περίπτωση μια δύναμη που είχε τις «εδώ και τώρα» απαντήσεις, να φτάσει σχεδόν στη διάλυση. Είναι ένα μάθημα -από την ανάποδη- που οι αγωνιστές του κινήματος πρέπει να πάρουν σοβαρά υπόψη τους.
Ένα ζήτημα σε σχέση με όλα αυτά είναι ο εκλογικός κρετινισμός που διακατέχει αυτές τις δυνάμεις και που είναι τέτοιος και τόσος που μπορεί να τυφλώνει τις ίδιες τις ηγεσίες τους, ενώ είναι προφανή τα πολιτικά δεδομένα. Ένα συνολικότερο ζήτημα είναι η ιδεολογικοπολιτική βάση που παράγει και αναπαράγει αυτό τον εκλογικό κρετινισμό. Αυτή η ιδεολογικοπολιτική βάση έχει βάλει στην άκρη –ή έχει διαγράψει- τη δύναμη της μαζικής λαϊκής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής της και είτε κινείται αναπαράγοντας τη «μέση αριστερή μικροαστική συνείδηση», είτε ακόμα χειρότερα κινείται με τη συνείδηση της αναγκαιότητας μιας πολιτικής εντός των πλαισίων του συστήματος.
Η ελπίδα στην οργάνωση και στον αγώνα!
Η στάση της αποχής από τις ευρωεκλογές από αντιιμπεριαλιστική σκοπιά σαν η μόνη θέση καταγγελίας της ΕΕ και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας ήταν πολιτικά επιβεβλημένη για μια δύναμη που θέλει να αναφέρεται στην Αριστερά και, ακόμα περισσότερο, στην προοπτική της ανεξαρτησίας και του σοσιαλισμού. Όμως, στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν ακόμα πιο αναγκαία ως μια επιλογή που ήταν απέναντι στην επιχείρηση να συρθεί ο λαός σε ένα αντιδραστικό εργαστήρι, στο οποίο το σύστημα και τα κόμματά του -υπό τη σκέπη του Ευρωκοινοβουλίου- ήθελαν να μετρήσουν τους δικούς τους συσχετισμούς για τη διαμόρφωση νέων κυβερνητικών λύσεων και της νέας πολιτικής τους διάταξης. Το υψηλό ποσοστό της αποχής που καταγράφηκε (περίπου 40%) και που θα ήταν υψηλότερο αν δεν συνδυάζονταν οι ευρωεκλογές με τις περιφερειακές/δημοτικές, αποτελεί μια στάση αριστερής διαμαρτυρίας, στο μεγαλύτερο ποσοστό της, απέναντι στο ευρωκοινοβούλιο αλλά και στους βασικούς διεκδικητές της ψήφου. Πρόκειται για μια αποχή που στρέφεται τόσο ενάντια στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και στον εναλλακτικό διάδοχό του, την ΝΔ, αλλά συγχρόνως καταγράφει την αναξιοπιστία των αριστερών προταγμάτων και πρακτικών που συνολικά η δύσκολη περίοδος της κρίσης ανέδειξε. Τα μηνύματα αυτής της αποχής οφείλουν όλοι, όσοι θέλουν να αναφέρονται στις λαϊκές δυνάμεις, να τα μελετήσουν και να τα αξιολογήσουν, γιατί αναδύθηκαν μέσα από μια ολομέτωπη επίθεση εκβιασμών για την αποτροπή της, τόσο από τις δυνάμεις του συστήματος, αλλά και από το σύνολο των αριστερών δυνάμεων του ρεφορμισμού και της ενσωμάτωσης στο πολιτικό πλαίσιο του συστήματος. Η άρνηση συμμετοχής είχε, ως επί το πλείστον, θετικά στοιχεία στάσης μερίδας των ψηφοφόρων και κυρίως από λαϊκά στρώματα. Αυτό ομολογείται και από την κυβέρνηση και σε αυτό το κομμάτι προσβλέπει στις βουλευτικές εκλογές. Αυτή ακριβώς την διάθεση, που ήταν ορατή για όποιον δεν έχει καταληφθεί από τον εκλογικό κρετινισμό ως μέσον αναρρίχησής του στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, προσπάθησε να ενισχύσει και να ενθαρρύνει σε συνδυασμό με την θέση για έξοδο από την ΕΕ η εκλογική, ναι ήταν εκλογική, παρέμβαση του ΚΚΕ(μ-λ) στις ευρωεκλογές. Και για το όποιο ποσοστό της η παρέμβαση μας συνέβαλε, νιώθουμε ικανοποίηση για την προσπάθεια απεγκλωβισμού ενός κόσμου από τα ψεύτικά διλήμματα που του πλασάρανε υπέρμαχοι αλλά και «αρνητές» της ΕΕ.
Το ΚΚΕ(μ-λ), με την πανελλαδική του καμπάνια, πάλεψε, στο μέτρο των δυνάμεων του, για να υπηρετηθεί αυτή η αναγκαιότητα και βέβαια δεν θα μπορούσε με τη δικές του μόνο δυνάμεις να αποκρούσει τη δεξιά μετατόπιση που καταγράφηκε στα αποτελέσματα. Ωστόσο, η όλη παρέμβαση, που δεν μπορεί βέβαια να αποτιμηθεί με κομπασμούς σε ψήφους για το ευρωκοινοβούλιο(!), καταγράφηκε ως μια αριστερή πολιτική στάση, που αποτελεί βάση αναφοράς για τους αγωνιστές και το λαό.
Η πολιτική χρεοκοπία του ρεφορμισμού, των πολλαπλών μορφών προσαρμογής στο σύστημα και στην πολιτική του, των ακτιβισμών και των θεαματικών ενεργειών είτε αυτές προέρχονται από τον παραδοσιακό ρεφορμισμό και το νεορεφορμισμό, είτε από τους κάθε λογής Ρουβίκωνες, είναι έκδηλη στα εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα περισσότερο, είναι φανερή στους όρους ζωής του λαού και της νεολαίας, στον ταξικό συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί. Ωστόσο, η χρεοκοπία αυτή δεν οδηγεί αυτόματα στις αναγκαίες απαντήσεις. Χρειάζεται πολιτική γραμμή, οργάνωση και αγώνας για να ανοίξει ο δρόμος του λαού. Στοιχείο αυτής της πάλης είναι η πανελλαδική μάχη που θα δώσει το ΚΚΕ(μ-λ) μπροστά στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιούλη. Γι’ αυτό, αυτή η μάχη δεν αφορά μόνο τις δικές του δυνάμεις. Γι’ αυτό, σε αυτή τη μάχη ζητάμε τη συνδρομή, τη στήριξη των αγωνιστών του κινήματος και όσο το δυνατόν πιο πλατιών δυνάμεων του λαού και της νεολαίας. Να σταθούμε μαζί απέναντι στους εκβιασμούς και την αντιδραστική πορεία του συστήματος. Να αρνηθούμε να διαλέξουμε ποιος θα ληστεύει τη ζωή μας. Να αρνηθούμε τις εύκολες «λύσεις» και τις ευκολίες και να διαμορφώσουμε όρους πάλης και αγώνα για το λαό και τη νεολαία!
Στην Ελλάδα των πολλών αφεντάδων, στην Ελλάδα παράρτημα των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων και βάση των σχεδίων και των πολέμων των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, στην Ελλάδα της εξαθλίωσης και της ανεργίας, στην Ελλάδα που το ανερμάτιστο αστικό πολιτικό προσωπικό ψάχνει να βρει γραμμή μέσα στην ομίχλη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, είναι ακόμα πιο οξυμένη αυτή η αναταραχή. Στις κάλπες της 26ης Μάη, εκδηλώθηκε και καταγράφηκε σε σημαντικό βαθμό, αλλά ακόμα δεν τα έχουμε δει όλα! Πάντως ήταν αρκετή «μια Κυριακή» για να χτυπηθεί βαριά –αν όχι να κονιορτοποιηθεί- το αφήγημα της «περιόδου σταθερότητας και ανάπτυξης» στην οποία τάχα μπήκαμε από τον περασμένο Αύγουστο. Τώρα μαζί με το ερώτημα «ποιος θα κυβερνά αυτή τη χώρα» υπάρχει το ερώτημα «τι θα λένε στο λαό οι κυβερνήτες αυτής της χώρας».
Αυτό που δεν θέλει ερώτημα είναι η πολιτική κατεύθυνση των εξελίξεων: πιο δεξιά, πιο αντιδραστικά, πιο αντιλαϊκά και αντεργατικά. Και η αναγκαιότητα που είναι πιο φανερή από τον ήλιο –αλλά πολιτικά «παράνομη» για το σύστημα και ταυτόχρονα «ξένη» για τις κυρίαρχες δυνάμεις και αντιλήψεις στην Αριστερά- είναι μια: να βγει ο λαός στο δρόμο του αγώνα! Να ανοίξει το δικό του δρόμο της αντίστασης και της διεκδίκησης. Να αναδείξει ως προοπτική της πάλης του τη μόνη διέξοδο από αυτή τη βαρβαρότητα: την ανεξαρτησία και το σοσιαλισμό!
«Αιφνιδιασμοί» και πραγματικότητες
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών –αλλά και στις άλλες κάλπες- είναι αναμφίβολα βαριά ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Από πολλές πλευρές και με διάφορες και διαφορετικές αφετηρίες, τίθεται το ερώτημα του πόσο «αιφνίδιο» και «μη αναμενόμενο» ήταν το αποτέλεσμα αυτό, καθώς τις τελευταίες προεκλογικές εβδομάδες με την «καταιγίδα ψίχουλων και υποσχέσεων» της κυβερνητικής προπαγάνδας, η διαφορά «φαινόταν» να είναι μικρή και πάντως όχι 9,5 μονάδες. Αυτή η αίσθηση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η υποτίμηση της κυβέρνησης απέναντι στο λαό, που ήθελε να τον αντιμετωπίζει σαν τον «ιθαγενή των αποικιών», που θα εντυπωσιαζόταν από τα επιδόματα που βαφτίζονται συντάξεις και τη μείωση του ΦΠΑ, ενώ είναι άνεργος ή εργαζόμενος των 300 ευρώ!
Αλλά οι αιτίες του αποτελέσματος ούτε αρχίζουν ούτε τελειώνουν στους προεκλογικούς κυβερνητικούς χειρισμούς Και αν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πράγματι αιφνιδιάστηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα, τότε απλώς υποτίμησε το έργο της! Το έργο που πραγματοποίησε πάνω στις πλάτες -αλλά και στις συνειδήσεις- του λαού τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το είχε να το καμαρώνει –προς τα ξένα και ντόπια αφεντικά- πως είναι η μακροβιότερη μνημονιακή κυβέρνηση, πως περνάει όλα τα μέτρα και τις πολιτικές τους και ταυτόχρονα η χώρα έχει πολιτική σταθερότητα. Έτσι ήταν, αλλά ταυτόχρονα το καζάνι σιγόβραζε από κάτω. Γιατί η «τίμια» επιλογή –όπως ο ΣΥΡΙΖΑ την εμφανίζει– να κάνει εκλογές το Σεπτέμβρη του 2015 για να πάρει εντολή ως μνημονιακή και όχι ως «αντι-μνημονιακή» κυβέρνηση, κάθε άλλο παρά σήμαινε συγχωροχάρτι από το λαό για όλα τα χτυπήματα που θα δεχόταν. Παράλληλα όμως με τα «μνημόνια», δηλαδή τον ορυμαγδό των αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησε στην προώθηση και υπηρέτηση των «γεωπολιτικών μνημονίων» για λογαριασμό των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ. Το μείγμα έγινε εκρηκτικό, καθώς στο λαό έγινε κοινός τόπος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο καλύτερος υπηρέτης όλων των μεγάλων αφεντάδων. Γι’ αυτό δεν περνούσε και έχει πολύ μικρή ισχύ -όπως βεβαίωσαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών- το κυβερνητικό παραμύθι ότι μετά τον Αύγουστο βγήκαμε από τα μνημόνια και πάμε σε πολιτικές «υπέρ των πολλών».
Ότι όλα αυτά εξελίσσονταν σε ένα τοπίο απουσίας αγώνων, αντιστάσεων, διεκδικήσεων, με το λαό και τη νεολαία στη γωνία, με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες φρουρό και στήριγμα του αντιλαϊκού κυβερνητικού έργου, ήταν κι αυτό επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτός ο πνιγμός των διαθέσεων, της ανάγκης να εκδηλωθεί η οργή των μαζών με όρους πάλης, σε πολιτικό επίπεδο σε μια και μόνο μια κατεύθυνση μπορούσε να οδηγήσει: στην ενίσχυση των δεξιών, αντιδραστικών, φασίζουσων και εθνικιστικών δυνάμεων. Αυτό ακριβώς καταγράφηκε στα αποτελέσματα της 26ης Μάη. Πριν από όλα, καταγράφηκε στο αποτέλεσμα της ΝΔ, που ενώ κλιμάκωσε προεκλογικά τις πιο αντιλαϊκές διακηρύξεις και πολιτικές, δεν «δυσκολεύτηκε» να εισπράξει την οργή για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, κατάφερε -με την πολύτιμη, ωστόσο, σύμπραξη και άλλων δυνάμεων, όπως θα δούμε παρακάτω- να μην προκαλεί οργή σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα η πολιτική που εξαγγέλλει η ΝΔ και ο Μητσοτάκης.
Παράλληλα, το ψαλίδισμα της φασιστικής ΧΑ δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να κρύψει ότι συνολικά οι φασιστικές, φασίζουσες και εθνικιστικές δυνάμεις εμφανίζονται ισχυροποιημένες στα αποτελέσματα της 26/5. Το ψαλίδισμα αυτό προέκυψε κυρίως από τις επιλογές του συστήματος, ακριβώς γιατί η ΧΑ δεν του είναι κυβερνητικά χρήσιμη και γίνεται στα πλαίσια της επιχείρησης διαμόρφωσης ενός «εύσχημου και πολιτικού» ακροδεξιού δυναμικού που θα μπορεί, αν χρειαστεί, να συμπράξει ακόμα και σε κυβερνητικό επίπεδο. Και είναι προφανές ότι και στο ζήτημα αυτό, πριν από όλα η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε τον τροφοδότη αυτών των διεργασιών που τις ζήσαμε έντονα όλο το 2018 και αποτέλεσαν και τον καταλύτη για τη διάλυση των κομμάτων ειδικής χρήσης (ΑΝΕΛ, Ποτάμι, Ένωση Κεντρώων) το τελευταίο διάστημα.
Τέλος, μέσα στο έργο του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται και η «αναστύλωση» ή έστω το σταμάτημα της κατρακύλας του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, που επιχειρεί να εμφανιστεί ακόμα και ως «αντίποδας» της πολιτικής της ΝΔ, ενώ οι ευρύτερες φιλοδοξίες του συνδέονται με το ερώτημα του «δεύτερου πυλώνα». Γιατί πλέον, στις εκλογές της 7ης Ιούλη, για τον ΣΥΡΙΖΑ κρίνεται το αν θα επιβεβαιώσει τη θέση του βασικού κορμού του δεύτερου πυλώνα του πολιτικού συστήματος.
Η σύμπραξη της… Αριστεράς!
Συνεπώς τα αποτελέσματα των εκλογών δεν διαμορφώθηκαν στην προεκλογική περίοδο αλλά σε όλο το διάστημα από το 2015 ως σήμερα. Και όπως ήδη αναφέραμε, στις εξελίξεις όλου αυτού του διαστήματος ο πρωταγωνιστής του, ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε πολύτιμους συνεργάτες. Η συνεργασία αυτή ή αλλιώς η πολιτική συνενοχή μιας σειράς δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, αναδεικνύεται και από τα ίδια τα αποτελέσματα των εκλογών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, στις ευρωεκλογές της 26/5 έχασε περίπου 560.000 ψήφους σε σχέση με τις βουλευτικές του Σεπτέμβρη του 2015 και ταυτόχρονα το ΚΚΕ κατέγραψε «σταθερότητα», όπως λέει η αμίμητη ανακοίνωση της ΚΕ του κόμματος αυτού. Δηλαδή, παίρνει τους ίδιους ψήφους με αυτούς που είχε στις βουλευτικές του Σεπτέμβρη του 2015 και περίπου 50.000 λιγότερες ψήφους από αυτές που είχε στις ευρωεκλογές του 2014. Ανάλογα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χάνει περίπου 5.000 ψήφους από τις ευρωεκλογές του 2014 και σχεδόν 10.000 ψήφους από τις βουλευτικές του Σεπτέμβρη του 2015. Ακόμα πιο θεαματική και γλαφυρή είναι η περίπτωση της ΛΑΕ, που από τους 155.00 ψήφους του Σεπτέμβρη του 2015 πέφτει στις 31.000 τώρα! Την ίδια ώρα, το κόμμα του Βαρουφάκη φτάνει στο 3% (169.000 ψήφους) και η Κωνσταντοπούλου στο 1.68% με 91.000 ψήφους!
Τα δεδομένα είναι πολλά και ανάγλυφα για να προσπεραστούν ως «παραδοξότητες» και «συγκυριακές αδυναμίες» και με δεδομένο ότι οι δυνάμεις αυτές που αναφέρονται στην Αριστερά επέλεξαν -για άλλη μια φορά- να σταθούν απέναντι από το ρεύμα της αποχής στις ευρωεκλογές και με τον πιο πομπώδη τρόπο (πάμε για μια «μεγάλη νίκη του λαού», «αντάρτικη ψήφος» κ.λπ.) να αρπάξουν την «ευκαιρία» της χαλαρής ψήφου για να πραγματοποιήσουν ένα μεγάλο -για τα μέτρα της κάθε μιας- εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτό που πριν από όλα αποδεικνύεται -αφήνοντας προς το παρόν στην άκρη το πολιτικό ζήτημα της συμμετοχής στις ευρωεκλογές- είναι ότι «ευκαιρία» δεν υπήρχε! Γιατί αν κάτι ξέρουν να κάνουν καλά αυτές οι δυνάμεις, αυτό είναι ο εκλογικός αγώνας. Και επίσης, γιατί κάθε άλλο παρά τους λείπει το απαιτούμενο οργανωτικό δίκτυο -πάλι ανάλογα με τα μέτρα της κάθε μιας- για να τον διεξάγουν.
Ευκαιρία δεν υπήρχε γιατί με την πολιτική τους και την πρακτική τους στο κίνημα όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας αριστερής και αγωνιστικής κατεύθυνσης την οποία τώρα θα ήθελαν να εισπράξουν. Ιδιαίτερα η πολιτική της ηγεσίας του ΚΚΕ ήταν από τη μια πολιτική άρνησης-εναντίωσης στους αγώνες και προβολή –μέσω βροχής τροπολογιών στη Βουλή- ενός μοντέλου «αριστερού ΣΥΡΙΖΑ», αυτού, δηλαδή, που έχει ηττηθεί στη συνείδηση του λαού. Από την άλλη, η γραμμή του κόμματος αυτού στα εθνικά λεγόμενα ζητήματα και στο προσφυγικό ήταν και είναι γραμμή ουράς στην αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό, γραμμή που ευνόησε τις ακροδεξιές-εθνικιστικές δυνάμεις, όπως καταγράφεται –και σε βάρος του– στα αποτελέσματα των τοπικών εκλογών στα νησιά του Αιγαίου.
Από την άλλη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένοντας στο «όραμα» (!!) μιας άλλης μεταβατικής κυβέρνησης, λειτούργησε όλα αυτά τα χρόνια ως η «αριστερή πίεση-καταγγελία» του ΣΥΡΙΖΑ, που κάθε άλλο παρά μπορούσε να συγκροτήσει και να απελευθερώσει δυνάμεις πάλης.
Ακόμα πιο τρανταχτή περίπτωση είναι βέβαια η κατάρρευση της ΛΑΕ, που από το καλοκαίρι του 2015 ως τώρα επιχείρησε να συνδυάσει τις πιο διαλυτικές αυταπάτες για το κίνημα με ισχυρές δόσεις εθνικισμού. Κατάφερε, δηλαδή, μέσα σε 4 μόλις χρόνια, από εκεί που εμφανιζόταν ως μια δύναμη έως και… κυβερνητικού βεληνεκούς και σε κάθε περίπτωση μια δύναμη που είχε τις «εδώ και τώρα» απαντήσεις, να φτάσει σχεδόν στη διάλυση. Είναι ένα μάθημα -από την ανάποδη- που οι αγωνιστές του κινήματος πρέπει να πάρουν σοβαρά υπόψη τους.
Ένα ζήτημα σε σχέση με όλα αυτά είναι ο εκλογικός κρετινισμός που διακατέχει αυτές τις δυνάμεις και που είναι τέτοιος και τόσος που μπορεί να τυφλώνει τις ίδιες τις ηγεσίες τους, ενώ είναι προφανή τα πολιτικά δεδομένα. Ένα συνολικότερο ζήτημα είναι η ιδεολογικοπολιτική βάση που παράγει και αναπαράγει αυτό τον εκλογικό κρετινισμό. Αυτή η ιδεολογικοπολιτική βάση έχει βάλει στην άκρη –ή έχει διαγράψει- τη δύναμη της μαζικής λαϊκής πάλης και της επαναστατικής προοπτικής της και είτε κινείται αναπαράγοντας τη «μέση αριστερή μικροαστική συνείδηση», είτε ακόμα χειρότερα κινείται με τη συνείδηση της αναγκαιότητας μιας πολιτικής εντός των πλαισίων του συστήματος.
Η ελπίδα στην οργάνωση και στον αγώνα!
Η στάση της αποχής από τις ευρωεκλογές από αντιιμπεριαλιστική σκοπιά σαν η μόνη θέση καταγγελίας της ΕΕ και της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας ήταν πολιτικά επιβεβλημένη για μια δύναμη που θέλει να αναφέρεται στην Αριστερά και, ακόμα περισσότερο, στην προοπτική της ανεξαρτησίας και του σοσιαλισμού. Όμως, στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν ακόμα πιο αναγκαία ως μια επιλογή που ήταν απέναντι στην επιχείρηση να συρθεί ο λαός σε ένα αντιδραστικό εργαστήρι, στο οποίο το σύστημα και τα κόμματά του -υπό τη σκέπη του Ευρωκοινοβουλίου- ήθελαν να μετρήσουν τους δικούς τους συσχετισμούς για τη διαμόρφωση νέων κυβερνητικών λύσεων και της νέας πολιτικής τους διάταξης. Το υψηλό ποσοστό της αποχής που καταγράφηκε (περίπου 40%) και που θα ήταν υψηλότερο αν δεν συνδυάζονταν οι ευρωεκλογές με τις περιφερειακές/δημοτικές, αποτελεί μια στάση αριστερής διαμαρτυρίας, στο μεγαλύτερο ποσοστό της, απέναντι στο ευρωκοινοβούλιο αλλά και στους βασικούς διεκδικητές της ψήφου. Πρόκειται για μια αποχή που στρέφεται τόσο ενάντια στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και στον εναλλακτικό διάδοχό του, την ΝΔ, αλλά συγχρόνως καταγράφει την αναξιοπιστία των αριστερών προταγμάτων και πρακτικών που συνολικά η δύσκολη περίοδος της κρίσης ανέδειξε. Τα μηνύματα αυτής της αποχής οφείλουν όλοι, όσοι θέλουν να αναφέρονται στις λαϊκές δυνάμεις, να τα μελετήσουν και να τα αξιολογήσουν, γιατί αναδύθηκαν μέσα από μια ολομέτωπη επίθεση εκβιασμών για την αποτροπή της, τόσο από τις δυνάμεις του συστήματος, αλλά και από το σύνολο των αριστερών δυνάμεων του ρεφορμισμού και της ενσωμάτωσης στο πολιτικό πλαίσιο του συστήματος. Η άρνηση συμμετοχής είχε, ως επί το πλείστον, θετικά στοιχεία στάσης μερίδας των ψηφοφόρων και κυρίως από λαϊκά στρώματα. Αυτό ομολογείται και από την κυβέρνηση και σε αυτό το κομμάτι προσβλέπει στις βουλευτικές εκλογές. Αυτή ακριβώς την διάθεση, που ήταν ορατή για όποιον δεν έχει καταληφθεί από τον εκλογικό κρετινισμό ως μέσον αναρρίχησής του στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, προσπάθησε να ενισχύσει και να ενθαρρύνει σε συνδυασμό με την θέση για έξοδο από την ΕΕ η εκλογική, ναι ήταν εκλογική, παρέμβαση του ΚΚΕ(μ-λ) στις ευρωεκλογές. Και για το όποιο ποσοστό της η παρέμβαση μας συνέβαλε, νιώθουμε ικανοποίηση για την προσπάθεια απεγκλωβισμού ενός κόσμου από τα ψεύτικά διλήμματα που του πλασάρανε υπέρμαχοι αλλά και «αρνητές» της ΕΕ.
Το ΚΚΕ(μ-λ), με την πανελλαδική του καμπάνια, πάλεψε, στο μέτρο των δυνάμεων του, για να υπηρετηθεί αυτή η αναγκαιότητα και βέβαια δεν θα μπορούσε με τη δικές του μόνο δυνάμεις να αποκρούσει τη δεξιά μετατόπιση που καταγράφηκε στα αποτελέσματα. Ωστόσο, η όλη παρέμβαση, που δεν μπορεί βέβαια να αποτιμηθεί με κομπασμούς σε ψήφους για το ευρωκοινοβούλιο(!), καταγράφηκε ως μια αριστερή πολιτική στάση, που αποτελεί βάση αναφοράς για τους αγωνιστές και το λαό.
Η πολιτική χρεοκοπία του ρεφορμισμού, των πολλαπλών μορφών προσαρμογής στο σύστημα και στην πολιτική του, των ακτιβισμών και των θεαματικών ενεργειών είτε αυτές προέρχονται από τον παραδοσιακό ρεφορμισμό και το νεορεφορμισμό, είτε από τους κάθε λογής Ρουβίκωνες, είναι έκδηλη στα εκλογικά αποτελέσματα. Ακόμα περισσότερο, είναι φανερή στους όρους ζωής του λαού και της νεολαίας, στον ταξικό συσχετισμό που έχει διαμορφωθεί. Ωστόσο, η χρεοκοπία αυτή δεν οδηγεί αυτόματα στις αναγκαίες απαντήσεις. Χρειάζεται πολιτική γραμμή, οργάνωση και αγώνας για να ανοίξει ο δρόμος του λαού. Στοιχείο αυτής της πάλης είναι η πανελλαδική μάχη που θα δώσει το ΚΚΕ(μ-λ) μπροστά στις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιούλη. Γι’ αυτό, αυτή η μάχη δεν αφορά μόνο τις δικές του δυνάμεις. Γι’ αυτό, σε αυτή τη μάχη ζητάμε τη συνδρομή, τη στήριξη των αγωνιστών του κινήματος και όσο το δυνατόν πιο πλατιών δυνάμεων του λαού και της νεολαίας. Να σταθούμε μαζί απέναντι στους εκβιασμούς και την αντιδραστική πορεία του συστήματος. Να αρνηθούμε να διαλέξουμε ποιος θα ληστεύει τη ζωή μας. Να αρνηθούμε τις εύκολες «λύσεις» και τις ευκολίες και να διαμορφώσουμε όρους πάλης και αγώνα για το λαό και τη νεολαία!
Προλεταριακή Σημαία - http://www.kkeml.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου