Η ηθοποιός και ποιήτρια Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε την 1η Ιουνίου 1940
στην Αθήνα. Απο πολύ μικρή ηλικία συμμετείχε σε παιδικούς θιάσους και
λίγο αργότερα εμφανίζεται σε διάφορες ταινίες κυρίως της Φίνος Φίλμς,
εκεί είναι που θα γίνει ευρύτερα γνωστή στο ελληνικό κοινό, παίζοντας
ρόλους δίπλα στον Κωσταντάρα, τη Τζένη Καρέζη, τον Βέγγο, τον
Παπαγιαννόπουλο κ.α. Συμμετείχε ακόμη σε πολλές θεατρικές παραστάσεις,
απο επιθεωρήσεις μέχρι τραγωδίες με τον θίασο Κούν… Παντρέυτηκε το
σκηνοθέτη Παύλο Τάσσιο και μαζί απέκτησαν μια κόρη, τη Μυρτώ…
Στα
πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης γοητεύεται απο τον τροτσκισμό, την
αναρχία και το γενικότερο κλίμα ριζοσπαστικοποίησης που επικρατούσε.
Γράφει στίχους και έρχεται σε επαφή με καλλιτέχνες και συλλογικότητες
των Εξαρχείων.
Το 1977 πρωταγωνιστεί στην ταινία “το βαρύ πεπόνι” και
παράλληλα κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “τρία κλίκ
αριστερά”… Οι αιχμηροί και γεμάτοι πάθος στίχοι της προκαλούν σόκ σε
πολλούς, το χαριτωμένο κοριτσάκι του παλιού ελληνικού κινηματογράφου
εχει μετατραπεί σε μια παθιασμένη ποιήτρια που μιλά για την επανάσταση,
για τον έρωτα και την ελευθερία… Το 1980 κυκλοφορεί η δευτερη συλλογή
“Ιδιώνυμο” και 2 χρόνια αργότερα “το ξύλινο παλτό”… Την ίδια περίοδο
εμφανίζεται στην ταινία “παραγγελιά”, απαγγέλει στίχους απο τo 3 κλίκ
και το ιδιώνυμο και εννιά ποιήματα της θα ηχογραφηθούν στο σάουντρακ της
ταινίας με τη μουσική του Κυριάκου Σφέτσα.
«Άσπρη είναι η Άρια φυλή, η σιωπή, τα λευκά κελιά, το ψύχος, το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών, τα νεκροσέντονα, η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα για την αποκατάσταση του μαύρου»
Όπως αναφέρει ο Λεωνίδας Χρηστάκης, η Κατερίνα ήταν έξω από κάθε λογής εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα και κλίκες, τα ποιήματά της όμως είχαν εκπληκτική απήχηση κυρίως στους νέους που αρνούνται να συμβιβαστούν με την παρακμή του μικροαστισμού που ισχυροποιείται και κυριαρχεί ολοκληρωτικά στη δεκαετία του ’80… Ευαίσθητη, παθιασμένη μα πάνω απ’ολα ασυμβίβαστη και ατίθαση ψυχή, βρίσκει το καταφύγιό της στα Εξάρχεια και την “άγρια νεολαία” της πλατείας. Συμμετέχει σε συγκεντρώσεις, πορείες, συγκρούσεις και ετσι συλλαμβάνεται και ξυλοκοπείται αρκετές φορές απο τους μπάτσους του Αρκουδέα. Οι στίχοι της μαρτυρούν το πάθος που είχε για την ελευθερία αλλα και τη ζωή… αγαπούσε πολύ τη ζωή γι’αυτό την πλήγωνε η υποκρισία, η προδοσία και η παραίτηση που έβλεπε γύρω της… Εμπνέεται απο τη νεολαία που ασφυκτιά, πνίγεται και εξεγείρεται βίαια στα οδοφράγματα της Αθήνας. Στα ποιήματά της αγκαλιάζει όλες τις κατατρεγμένες και ονειροπόλες ψυχές… τους καταραμένους ποιητές, τους χαμένους αντάρτες πόλεων, όλους εκείνους που «έχουν πεθάνει τρελλοί, μόνοι, ξοφλημένοι, με μια σύριγγα στις φλέβες, κι όμως τόσο ωραίοι, τόσο μεγάλοι»… Συνοδοιπόροι της σε εκείνα τα χρόνια ήταν ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Άσιμος, η Ρένα Παγκράτη, ο Γιάννης Σκανδάλης αλλα και οι
καταχρησεις… το αλκοόλ, τα χάπια…
Το
1984 συγγράφει μαζί με το σκηνοθέτη Α. Θωμόπουλο το σενάριο για την
τανία «Όστρια» στην οποία και θα πρωταγωνιστήσει κερδίζοντας το κρατικό
βραβείο ερμηνείας… Το ’86 κυκλοφορούν “οι απόντες” και το ’88 “ο μήνας
των παγωμένων σταφυλιών”. Η ποίησή της είναι μια κραυγή που προσπαθεί να
σπασει το συμβιβασμό και την απάθεια μιας κοινωνίας που πέφτει
παραιτημένη σε λήθαργο. Το αγοροκόριτσο του παλιού ελληνικού
κινηματογράφου σταδιακά βυθίζεται στην κατάθλιψη και τα σκοτάδια.
Αγκαλιάζει τον πόνο της και τη μοναξιά αλλα παραμένει “μάχιμη” και
ελπίζει… δεν παραιτείται, ούτε οταν βλέπει τους κοντινούς της ανθρώπους
“να φεύγουν”, πρώτα ο Νικόλας, λίγο αργότερα ο Παύλος… Οι καταχρήσεις τη
φθείρουν αλλα η ποίηση της κρατιέται πάντα ατόφια και ειλικρινής. Σε
μια συνέντευξη της στην Ελευθεροτυπία έλεγε : “εύχομαι να τελειώσει εδώ
αυτος ο κύκλος, να’χω να πω χαρούμενα πράγματα. Γιατί η ζωή έχει γίνει
σαν κινούμενη άμμος. Θα ‘θελα να γράψω ενα βιβλίο που να δίνει χαρά,
δύναμη και καλή ενέργεια”. Το 1990 κυκλοφορεί ο «Νόστος” απο τις
εκδόσεις Λιβάνη και “ο κύκλος” που ήθελε να κλείσει τελικά μεγαλώνει, τα
τελευταία ποιήματά της θα τα γράψει την περίοδο 91-93 και θα
κυκλοφορήσουν αρκετά αργότερα, μαζι με άλλα αδημοσίευτα χειρόγραφα, υπο
τον τίτλο «με λένε Οδύσσεια».
Στο 3 Κλίκ αριστερα έγραφε “ξέραμε πως όλοι πεθαίνουνε, αλλα υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε γιατι διαλέγουνε οι ίδιοι τον τρόπο. Κι εμείς αποφασίσαμε τον θάνατο στο θάνατο γιατι αγαπάγαμε πολύ τη ζωή”. Η Κατερίνα… αποφάσισε να φύγει στις 3 Οκτώβρη 1993 με μια χούφτα χάπια και αλκοόλ. Την βρήκε την επόμενη μέρα ενας φίλος της και την άφησε στο νοσοκομείο χωρις να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, την αναγνώρισε 2 μέρες αργότερα η κορη της… «Η Κατερίνα ενιωθε σαν αγρίμι παγιδευμένο, ήταν διαρκώς σε διωγμό» είπε αργότερα ο σκηνοθέτης Ν. Κούνδουρος, τελικά δεν άντεξε και έφυγε… άφησε όμως πίσω τα ποιήματά της που μιλούν ακόμη για εκείνη, με φοβερή δύναμη και άσβηστο πάθος…
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
-αυτά που μ’ άφησαν-
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι -όχι πως φοβάμαι-
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα-
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ΄όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό -μην τους πιστέψεις!-
Προβοκάτορας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου