Γιώργος Ν. Οικονόμου
Για τις κρατικές εξουσίες, τις κομματικές παρατάξεις, τις πολιτικές γραφειοκρατίες της αντιπροσώπευσης και τις οικονομικές ελίτ, η αυτόνομη δραστηριότητα του κοινωνικού πλήθους ανήκει στα απαγορευμένα, απωθημένα και φευκτέα κακά, ανήκει εξ ορισμού στο εχθρικό στρατόπεδο. Αυτό συνέβη -και συμβαίνει- με το κίνημα των πλατειών το καλοκαίρι του 2011, το οποίο από κάποιες πλευρές απαξιώνεται ή καταδικάζεται με διάφορα τεχνάσματα και σοφίσματα.
Ενα από αυτά είναι να συγχέεται λ.χ. η πάνω με την κάτω πλατεία Συντάγματος. Ομως η «πάνω πλατεία» ήταν σαφώς χωριστή και διακριτή από την «κάτω», όχι μόνο τοπικώς αλλά κυρίως ποιοτικώς. Η «πάνω πλατεία» συγκέντρωνε ακροδεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, θρησκευτικούς φονταμενταλιστές κ.ο.κ., με ελληνικές σημαίες, βρισιές, μούντζες και συνθήματα του τύπου «Να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Αναρθρες δηλαδή φωνές και κραυγές, τραμπουκισμοί, τσαμπουκάδες και απειλές που δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν πολιτικό λόγο και πολιτική πρακτική.
Για τις κρατικές εξουσίες, τις κομματικές παρατάξεις, τις πολιτικές γραφειοκρατίες της αντιπροσώπευσης και τις οικονομικές ελίτ, η αυτόνομη δραστηριότητα του κοινωνικού πλήθους ανήκει στα απαγορευμένα, απωθημένα και φευκτέα κακά, ανήκει εξ ορισμού στο εχθρικό στρατόπεδο. Αυτό συνέβη -και συμβαίνει- με το κίνημα των πλατειών το καλοκαίρι του 2011, το οποίο από κάποιες πλευρές απαξιώνεται ή καταδικάζεται με διάφορα τεχνάσματα και σοφίσματα.
Ενα από αυτά είναι να συγχέεται λ.χ. η πάνω με την κάτω πλατεία Συντάγματος. Ομως η «πάνω πλατεία» ήταν σαφώς χωριστή και διακριτή από την «κάτω», όχι μόνο τοπικώς αλλά κυρίως ποιοτικώς. Η «πάνω πλατεία» συγκέντρωνε ακροδεξιούς, εθνικιστές, λαϊκιστές, θρησκευτικούς φονταμενταλιστές κ.ο.κ., με ελληνικές σημαίες, βρισιές, μούντζες και συνθήματα του τύπου «Να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Αναρθρες δηλαδή φωνές και κραυγές, τραμπουκισμοί, τσαμπουκάδες και απειλές που δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν πολιτικό λόγο και πολιτική πρακτική.
Ενώ η κάτω πλατεία ουδεμία σχέση είχε με την πάνω, διότι χαρακτηρίσθηκε από τη Λαϊκή Συνέλευση κάθε βράδυ στις 9 η ώρα, η οποία διαμόρφωνε και συζητούσε τις προτάσεις για τον χαρακτήρα και τις πρακτικές του κινήματος, με ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή των ομιλητών. Ο στόχος ήταν διατυπωμένος από την πρώτη στιγμή: αλλαγές στο υπάρχον αποτυχημένο πολιτικό σύστημα, με στόχο την πραγματική δημοκρατία, την άμεση δημοκρατία.
Και σήμαινε, πολύ απλά, θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέπουν τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Αυτό ήταν εμφανές τόσο στα ψηφίσματα της Συνέλευσης, στις τοποθετήσεις, στις συζητήσεις όσο και στις επιμέρους ομάδες εργασίας. Και η πρόταση για άμεση δημοκρατία συνοδευόταν από την πλήρη άρνηση όλων των κομμάτων, την κριτική στην αντιπροσώπευση και αμφισβητούσε το υπάρχον ολιγαρχικό κοινοβουλευτικό καθεστώς που είναι υπεύθυνο για τη γενικευμένη χρεοκοπία.
Οι πλατείες στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες έθεσαν τα προτάγματά τους για πρώτη φορά μαζικά και με ριζοσπαστικό τρόπο, με ανοικτές λαϊκές συνελεύσεις. Ηταν ένα μαζικό κοινωνικό και πολιτικό γεγονός, μη κηδεμονευόμενο και μη ελεγχόμενο από κόμματα, γραφειοκρατίες, πολιτικούς, συνδικαλιστικές παρατάξεις και ιδεολογίες. Ενα αυθόρμητο συμβάν, στηριγμένο στην αυτοοργάνωση και στον αυτοκαθορισμό, με ελευθερία, ισότητα, αυτονομία και άμεση συμμετοχή, στοιχεία που του έδωσαν την εκπληκτική δυναμική του.
Στην πλατεία Συντάγματος με αποφάσεις της Λαϊκής Συνέλευσης έγιναν δύο πολύ μεγάλες μαζικές αντικυβερνητικές συγκεντρώσεις (πάνω από 500.000 άτομα), οι οποίες υπέστησαν την άγρια καταστολή με δακρυγόνα, ΜΑΤ και τους γνωστούς κουκουλοφόρους) -ειδικώς η δεύτερη συγκέντρωση στις 15/6 που με απόφαση της Λαϊκής Συνέλευσης προσπάθησε να περικυκλώσει τη Βουλή και να εμποδίσει τους βουλευτές να εισέλθουν για να μην ψηφίσουν το μεσοπρόθεσμο νομοσχέδιο που επέβαλε η συμφωνία με την τρόικα. Τέτοιες πολυπληθείς συγκεντρώσεις αμιγώς πολιτικές, αντικυβερνητικές και ακηδεμόνευτες δεν έχουν ξαναγίνει. Ούτε πριν ούτε μετά υπήρξε παρόμοια κοινωνική πολιτική κινητοποίηση.
Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις των κομμάτων στην ίδια πλατεία, με προσέλευση από όλη την Ελλάδα τις παλιές καλές εποχές του δικομματισμού, της ρεμούλας και της διαπλοκής, ήταν φιέστες και επιδείξεις δύναμης, καταλλήλως σκηνοθετημένες ως θεατρικές παραστάσεις ή διαφημιστικά προϊόντα, με το χειροκρότημα στον αρχηγό, τις πλαστικές σημαιούλες και τα προκάτ ανούσια συνθήματα, δίχως κανένα γνήσιο πολιτικό ενδιαφέρον και κοινωνικό πρόταγμα. Ηταν παθητικές συγκεντρώσεις κομματικών υποταγμένων μαζών.
Στις πλατείες, το 2011, πάνω από ένα μήνα ένα κοινωνικό πλήθος κυρίως νέων, διαφορετικών προελεύσεων και αντιλήψεων, προσπάθησε να επικοινωνήσει, να βρει κοινή γλώσσα, κοινούς στόχους και να δημιουργήσει έναν κοινό δημόσιο χώρο, στον οποίο να συνυπάρξουν άτομα με διαφορετικές απόψεις, να ληφθούν από κοινού αποφάσεις, να συγκροτηθεί μια συλλογικότητα.
Πράγμα που φάνηκε και στην αντιμετώπιση των επιθέσεων των ΜΑΤ και ιδίως της καταστροφής των σκηνών και των μικροφωνικών εγκαταστάσεων στην πλατεία Συντάγματος στις 15 Ιουνίου από τις μαινόμενες δυνάμεις καταστολής: με την αυθόρμητη συνεργασία χιλιάδων ατόμων, η πλατεία επανήλθε στην προτεραία της κατάσταση και ξαναβρήκε το πρόσωπό της. Εγινε επίσης στην ίδια πλατεία στις 17 Ιουνίου μία ουσιαστική συζήτηση για πρώτη φορά περί άμεσης δημοκρατίας με χιλιάδες συμμετέχοντες. Παρόμοιες εκδηλώσεις έγιναν και στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Αυτά τα στοιχεία αρκούν για να καταξιώσουν το κίνημα των πλατειών 2011 ως μέγιστο πολιτικό συμβάν.
Η σημασία του, καθώς και η σημασία των άλλων παρεμφερών κινημάτων που έγιναν και σε άλλες χώρες (Αίγυπτο, Τυνησία, Υεμένη, Ισπανία, ΗΠΑ) είναι ότι για μεγάλα κοινωνικά πλήθη υπάρχει πλέον η πεποίθηση πως τα υπάρχοντα πολιτικά συστήματα και οι υπάρχουσες δυνάμεις, κόμματα, αντιπρόσωποι και γραφειοκράτες, εξυπηρετούν μόνο τις δικές τους επιδιώξεις και τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ.
Συνεπώς, οι παραδοσιακές δυνάμεις είναι διεφθαρμένες και ανίκανες να εξυπηρετήσουν το κοινό συμφέρον. Η πεποίθηση αυτή που εκφράσθηκε σε μία νέα αντίληψη, τόσο οργανωτικά όσο και πολιτικά, είναι μία παρακαταθήκη και μία υπόσχεση. Ηδη υπήρξαν συνεχιστές στην Τουρκία και στην Αλγερία. Από ό,τι φαίνεται από τη διαρκή κρίση και ανικανότητα του υπάρχοντος συστήματος, είναι ο μόνος δρόμος.
* διδάκτωρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου